Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

19. Προκαταβολή

Είναι δύσκολο, Μανώλη, να έχεις μια συνέπεια. Να πιάνεις το νήμα από κει που το 'χεις αφήσει. Να έχει συνέχεια και συνέπεια η ιστορία σου, χωρίς κενά και αντιφάσεις. Τώρα, ας πούμε, θέλεις κάτι να γράψεις για τον γιατρό και για την οικειότητα που γεννά την περιφρόνηση, για τον χρόνο που τελειώνει και για την αγάπη μοιράζεται ανομολόγητα. Αλλά δεν ξέρεις πώς να το κάνεις αυτό, Μανώλη, ξέρεις;
Θα προσπαθήσω ρε, είπε ο Μανώλης στο είδωλό του στον καθρέφτη.
"Διαρκώς με ελέγχουνε γιατρέ. Κι αυτή κι η μάνα της. Πόσα μπαίνουν και πόσα βγαίνουν από το φαρμακείο. Και όσα μπαίνουν είναι πάντα λίγα. Κι όσα βγαίνουν πάντα πολλά".
Γιατρός, ψυχίατρος, αλλά για τους φίλους πάντα γιατρός: πού 'σαι γιατρέ; και γιατρέ μου δεν είμαι καλά κι όταν θα παώ στον τρελογιατρό θα τον τρελάνω κι αυτόν.
Γιατρός, γιατί δεν άντεχε την ευτυχία των άλλων. Αντίθετα, η ανακούφιση του πόνου τους, ο πόνος αυτός καθ' αυτός, τον ανακούφιζε. Τα ανθρώπινα ερείπια που κατά καιρούς περνούσαν από το ιατρείο του τον παρηγορούσαν. Δεν ένιωθε μόνος.
Αυτά στην αρχή. Σύντομα βαρέθηκε. Τα ίδια και τα ίδια τού πρήξανε τα αρχίδια. Αρχισε να δίνει τα χάπια με το τσουβάλι, να μη μη νιώθουν, να μην έχουν κάτι να του πουν, να μη χρειάζεται να τους ακούει. Ωρες-ώρες ήθελε να μιμηθεί εκείνον τον παλαβιάρη τον Μανώλη, να βάλει ένα μαντίλι στα μάτια και ωτοασπίδες στ' αυτιά, να μη βλέπει, μην ακούει τίποτα. Ούτε που τον ενδιέφερε τι του λέγανε πια οι ασθενείς του. Να, όπως αυτός ο φαρμακοποιός.
"Με καταπιέζουν, γιατρέ. Με κοροϊδεύουν, νομίζω. Εσύ, γιατρέ, τι λες;".
(Η γυναίκα του που τον καταπιέζει, η μάνα της που τον καταπιέζει, ο γιος του που τον κάνανε βλαμμένο, να του δώσω ένα πιστόλι ν' αυτοκτονήσει καλύτερα; Ούτως ή άλλως, έχει πεθάνει και δεν το ΄χει καταλάβει)
"Σχολάω, γιατρέ, από το φαρμακείο και δεν μου κάνει καρδιά να πάω σπίτι μου".
"Ναι, αλλά κι εσύ πιστεύεις ότι ήσουν σωστός απέναντι στη γυναίκα σου, φαρμακοποιέ; Η μοιχεία δεν είναι μικρό πράγμα. Την πλήγωσες τη γυναίκα σου, την πρόδωσες, πώς περιμένεις να σ' εμπιστευτεί πάλι;".  
Επίτηδες του έριξε κι άλλο αλάτι στην πληγή. Για να τον πονέσει.
Η συνεδρία τους είχε σχεδόν τελειώσει. Αρχισε να του γράφει τα χάπια. Τα ίδια κάθε φορά. Τα ίδια σε όλους.
- Γιατρέ, είναι και κάτι ακόμη. Ενας Αργυρίου,
(ο Αργυρίου;)
- τον ξέρεις κι εσύ, ασθενής σου δεν είναι;
(το ιατρικό απόρρητο)
- Ασε το ιατρικό απόρρητο γιατρέ.
(διαβάζει σκέψεις ο φαρμακοτρίφτης)
 - Το ξέρω ότι είναι ασθενής σου κι αυτός. Τον έχω δει κανα δυο φορές να βγαίνει απ' εδώ και τον έχω και πελάτη στο φαρμακείο, τη δική σου υπογραφή έχει η συνταγή.
- Ε τότε τι με ρωτάς;
- Γιατρέ, ήρθε τις προάλλες στο μαγαζί, μού ΄βαλε το μαχαίρι στο λαιμό και μου ζήτησε να του παρασκευάσω μια ουσία, θανατηφόρο δηλητήριο. Γιατρέ, είπε πως ξέρει για μένα και την Τζοάνα, έχει και φωτογραφίες, κι αν δεν του ετοιμάσω ό,τι θέλει, θα τις δείξει στη γυναίκα μου. Γιατρέ, τι να κάνω;
Ο Αργυρίου! Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει μανιακός δολοφόνος. Ο άνθωπος που προχτές αποχαίρετησε τον γιατρό λεγόντάς του ότι θα πάει να ποτίσει με δηλητήριο τα ροδάκινα στο χωριό του για εξολοθρεύσει όλη την πλάση. Αυτός τον οποίο έψαχνε η Τζοάνα για κείνο το ντοκιμαντέρ με τους τρελούς και τους ψυχάκηδες. Ο Αργυρίου που ήθελε όλοι να αγαπούν μόνον αυτόν όλη την ώρα. Και επειδή αυτό δεν ήταν δυνατόν, μισούσε τους πάντες. Που η Τζοάνα τον θεωρούσε και λιγάκι επικίνδυνο. Οχι όμως ο Μανώλης της, που θεωρούσε τον Αργυρίου "το καλύτερο παιδί". Κι αυτός πελάτης του. Ολοι πελάτες του. Ολη η πόλη ένα απέραντο ψυχιατρείο, όλη η πόλη είχε περάσει από τον καναπέ του, όλη η πόλη είχε περάσει από το κρεβάτι της Τζοάνας. Κι αυτή πελάτισσά του. Οι συνεδρίες της Τζοάνας όμως γίνονταν πότε στο μπαρ και πότε στο κρεβάτι. Θεράπευαν ο ένας τον άλλον. Ο γιατρός την άκουγε στο μπαρ, κι αυτή του έδινε λίγη αγάπη, λίγη χαρά στο κρεβάτι. Ήξερε πια πάρα πολλά για αυτήν. Κι αυτή ήξερε πάρα πολλά για τον ίδιο. Η οικειότητα γεννούσε εκατέρωθεν περιφρόνηση.
- Γιατρέ, μ' ακούς; Τι θα κάνω με τον Αργυρίου; Αυτός είναι τρελός, μπορεί να με σκοτώσει, να καταστρέψει την οικογένειά μου, τη ζωή μου ολόκληρη.
(τι να καταστρέψει, βλαμμένε, την κατεστραμμένη;)
- Πλασίμπο, είπε τελικά. Δώσ' του πλασίμπο αρχικά και θα βρούμε μια λύση.
Να, κάπως έτσι θα το γράψω, είπε ο Μανώλης στο είδωλό του στον καθρέφτη.
Ναι, ρε μπουχέσα, αλλά άμα το συγκρίνω με τα υπόλοιπα που 'χεις γράψει, ξέρεις πόσες ανακολουθίες θα βρω στην υπόθεση;
Μα δεν είναι η υπόθεση το θέμα, διαμαρτυρήθηκε ο Μανώλης.
Και ποιο είν' το θέμα τότε;
Η προκαταβολική στεναχώρια για αυτά που θα γίνουν.
Ε, και τι έγραψες για αυτό;
Τίποτε ακόμη. Αλλά στεναχωριέμαι. Προκαταβολικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου