Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

13. Επώδυνοι πληθυντικοί και ηλίθια αστεία

Μπήκε στην τράπεζα με την όπισθεν. Στην πόρτα ασφαλείας, στάθηκε με την πλάτη γυρισμένη προς το εσωτερικό και έστρεψε τον καθρέφτη με το είδωλό του να χαμογελά πλατιά και καλοκάγαθα στο φωτοκύτταρο. Κανείς δεν εκτίμησε το χαμόγελό του, κι ας είχε πλύνει τα δόντια του κι ας είχε μόλις -καταπώς το συνήθιζε τελευταία- πιει πρωινά σφηνάκια με οδοντικό διάλυμα. Εγινε χαμός, φασαρία, οι απ' έξω χτυπούσαν μανιασμένα την πόρτα, ο επικεφαλής αναπτυξιακού αυτοπροσώπως, ο οποίος τελευταία βαρούχαφτε μύγες, ήρθε τελικά να τον υποδεχθεί και να του ανοίξει την πόρτα, όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο σαν τον Μανώλη.
Με μπινελίκια δηλαδή.
Ο Μανώλης, σοβαρός, ούτε μαντίλι στα μάτια, ούτε ωτοασπίδες στ' αυτιά, καλοσιδερωμένη κουστουμιά, μόνη παραφωνία ο καθρέφτης στο χέρι.
Με το άλλο χέρι χαιρετούσε και πετούσε κομφετί στους υπαλλήλους και στους πελάτες σε αναμονή. Ο μπάτσος της ασφάλειας της τράπεζας για μια στιγμή ξαφνιάστηκε, του φάνηκε ο χαρτοπόλεμος πως ήταν ταξικός, μετά ηρέμησε, θυμήθηκε μια γιορτή, στα παιδικά του χρόνια, που 'χε ντυθεί νεράιδα και τ' άλλα παιδάκια τον ραίνανε με φτερά και πούπουλα. Μελαγχόλησε.
Ξάφνου και ταυτόχρονα μελαγχόλησε κι ο Μανώλης. Πήρε να σκέφτεται οδυνηρούς πληθυντικούς και ψεύτικες απολαύσεις.
Διάβολε, είχε σκάσει στην τράπεζα σήμερα μ' εναν και μοναδικό σκοπό: να σπάσει πλάκα.
Κουβαλούσε μαζί του μια τσάντα με σκατα, να τα κάνει κατάθεση.
Είχε προβάρει τα λόγια του στον καθρέφτη.
Γεια σας, θα έλεγε στην όμορφη ταμία. Μια... σκατάθεση ήρθα να κάνω. 
Και θα της μετρούσε ένα-ένα τα σκατά.
Τώρα δεν είχε όρεξη. Του μιλούσε το κορίτσι στο κεφάλι του, τον είχε πάρει μονότερμα, μέχρι και το είδωλό του στον καθρέφτη είχε λουφάξει.
Τελικά σηκώθηκε, είχε έρθει η σειρά του. Το κορίτσι στο κεφάλι του τραβήχτηκε στην άκρη, ο Μανώλης, κουρέλι πια από τα λόγια της, έβγαλε από την τσάντα το μαντίλι, το φόρεσε σφιχτά στα μάτια και βρήκε στα τυφλά το δρόμο για το ταμείο. Πέταξε στο καλαθάκι των αχρήστων την τσάντα με τα σκατά. Χαμογέλασε στα τυφλά στην όμορφη, είχε προλάβει να τη δει, ταμία.
Γεια σας, της είπε τρέμοντας ολόκληρος. 
Δεν του απάντησε κι ούτε μπορούσε ο Μανώλης να δει ότι τσιμπολογούσε αδιάφορα το κουλούρι της.
Σας έχω τυφλή εμπιστοσύνη, δοκίμασε να αστειευτεί ο εκουσίως αόμματος Μανώλης.
Καμία απάντηση.
Σας παρακαλώ, μια κατάθλιψη θα ήθελα να κάνω, αξίας πολλών χιλιάδων ευρώ. Δική μου είναι, να σας τη δώσω να τη φυλάττε. Ή να τη φιλάτε, αν προτιμάτε. Κι ίσως έτσι η κατάθλιψή μου να γίνει ανάληψη, μαζί σας, στους ουρανούς.
Ήταν και ποιητής ο πούστης ο Μανώλης.
Τελικά ο ασφαλίτης είχε την ικανοποίηση να τον πετάξει έξω με τις κλωτσιές (κι) εκείνη την ημέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου