Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

16. Πριν τον κάμπο

Ενεργοποίησε τον συναγερμό, έσβησε τα φώτα, κατέβασε τα ρολά. Κοίταξε τριγύρω. Καλοκαίρι, ακόμη είχε φως. Δεξιά, στη γωνία το σπίτι του. Η γυναίκα του. Ο γιος του. Η πεθερά του. Αριστερά, ο κόσμος όλος. Ο κίνδυνος. Και μια ώρα ακόμη μέχρι να σκοτεινιάσει.
Στράφηκε αριστερά. Άνοιξε το βήμα.
Στην επόμενη γωνιά, κάποιος έπεσε πάνω του με φόρα. Μαντίλι στα μάτια, ωτοασπίδες στ' αυτιά.
"Βρε Μανώλη, πάλι τα ίδια; Δεν πήρες τα χάπια σου σήμερα;".
Ο Μανώλης όμως δεν έβλεπε ούτε άκουγε τίποτε. Ωστόσο τον αγκάλιασε σφιχτά για κάμποση ώρα. Τον πασπάτεψε στα τυφλά στο στήθος. Έψαχνε βυζιά. Απογοητευμένος, έκανε να φύγει.
"Στάσου, βρε τρελέ, να σε πάω σπίτι σου τουλάχιστον".
Τον έπιασε απ' το μπράτσο και τον πήγε μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας του. Τον παράτησε εκεί να παίζει συγκρουόμενα με τους περαστικούς. Του τελείωναν τα χάπια, φαίνεται. Ή είχαν πάψει να τον πιάνουν. Σίγουρα τις επόμενες ημέρες θα 'ρχόταν από το φαρμακείο να αγοράσει τα επόμενα. Η αγαπημένη του στιγμή του μήνα. Οταν τραγουδούσαν παθιασμένα ακαπέλα τους Σωλήνες. Ξελαρυγγιάζονταν, προσπαθώντας να υπερκαλύψει ο ένας τη φωνή του άλλου. Φτου ρε πούστη μου δουλειά.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Δεν είχε πολύ χρόνο ακόμα. Είχε χάσει αρκετή ώρα ν' ασχολείται με τον Μανώλη.
Δουλειά, σπίτι, σπίτι και δουλειά. Οικογένεια. Καλοί άνθρωποι. Κι η γυναίκα του. Κι η πεθερά του. Και ο γιος του. Κι αυτός ο ίδιος μάλλον καλός άνθρωπος. Συνηθισμένος. Μέτριος. Καθόταν μαζί τους στο σαλόνι γυρίζοντας από το φαρμακείο, έκανε πως έβλεπε τηλεόραση και παρίστανε πως συμμετέχει στην οικογενειακή ζωή. Χρειαζόμαστε τόσα για το φροντιστήριο του μικρού και τόσα για τον δάσκαλο κιθάρας. Κι η μαμά θέλει να πάει στα λουτρά τον άλλον μήνα. Και τι θα γίνει με την κρίση; Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Σου χρωστάει ο ΕΟΠΥΥ; Να κόψεις την πίστωση στους κωλόγερους. Εχεις και οικογένεια, κύριε, πρέπει να τη φροντίσεις. Και μ' εκείνον τον τρελό μού είπαν πάλι ότι τραγουδούσες, μα είναι σοβαρά πράγματα αυτα; Διώχνεις έτσι τους πελάτες, δεν το καταλαβαίνεις; Και κοίτα μπαμπά τι ζωγράφισα. Ναι, θα σου αφήσω τα λεφτά, ναι, μητέρα, να πάτε στα λουτρά, βεβαίως, αντέχουμε στην κρίση αγάπη μου, μην ανησυχείς, ίσως την επόμενη φορά να πρέπει να ψηφίσουμε Τσίπρα, στο είχα πει, Καλλιόπη, και πέρσι, αλλά εσύ μ' έβαλες να ψηφίσω εκείνον τον πασόκο που σου ΄πε ότι θα διόριζε τον αδερφό σου, κι ούτε στη βουλή δεν μπήκε ο μπαγλαμάς, μα έτσι δουλεύει, Καλλιοπίτσα μου, το φαρμακείο, με πίστωση, και σε παρακαλώ, δεν είν' κωλόγεροι, είναι καλοί ανθρώποι, κι ο Μανώλης ακόμη, τι σου ΄χει φταίξει; έρχεται, πληρώνει τα φαρμακά του τοις μετρητοίς και λέμε ένα τραγούδι από τα νιάτα μας, μα δεν θυμάσαι που στο 'χα γράψει σε μια κασέτα και μου είχες πει ότι σου άρεσε; μπράβο παιδί μου, ωραίο σκυλάκι ζωγράφισες, α δεν είναι σκυλάκι, η δασκάλα σου είναι;
Τα έλεγε μηχανικά όλα αυτά, σαν προγραμματισμένος. Έπληττε θανάσιμα.
Στο κινητό του είχε ήδη τρεις αναπάντητες κλήσεις. Οι δύο από το σπίτι. Η γυναίκα του σίγουρα.
Η άλλη από τον Αργυρίου. Ήταν βιαστικός ο ανώμαλος.
Ήταν κι ο Αργυρίου πελάτης του στο φαρμακείο. Χάπια κι αυτός. Οπως όλοι. Δεν είχε πολλά-πολλά μαζί του. Τον έβλεπε και του πάγωνε το αίμα. Τον φοβότανε. Κι ας του ΄χε πει ο Μανώλης μια φορά "ποιος ρε; ο Αργυρίου; το καλύτερο παιδί, δικός μας, λίγο βλαμμένος βέβαια". Είχε δυο βδομάδες τώρα, τέτοια ώρα, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, που τρύπωσε στο φαρμακείο και του έχωσε ένα λεπίδι στο λαιμό. Πολύ γρήγορα του εξήγησε τι θέλει. Φαρμακοποιός είσαι, ξέρεις απ' αυτά. Μια ουσία, την πιο δηλητηριώδη απ' όλες. Θα μου τη φτιάξεις και θα μου τη φέρεις. Σε μεγάλη ποσότητα. Σε δυο βδομάδες ακριβώς. Και τσιμουδιά. Αν μάθω ότι ανοιξες το βρωμόστομά σου, θα μάθει η γυναίκα σου κι η πεθερά σου, τι κάνεις με κείνη την τσούλα την Τζοάνα όταν τις στέλνεις στα λουτρά το καλοκαίρι.
Νάτονα, τον γκεσταπίτη. Φαινομενικά ατάραχος περίμενε στο προκαθορισμένο σημείο. Οσο μπορούσε πιο αδιάφορα στάθηκε για λίγο δίπλα του χωρίς να τον κοιτάει.
Τα έφερες; ρωτησε ο Αργυρίου.
Ναι.
Ολα όπως στα ζήτησα;
Ολα.
Εντάξει. Ασε την τσάντα και δίνε του.
Εφυγε. Τρέχοντας σχεδόν για το σπίτι. Εφαγε γερή κατσάδα. Κάτι ψέλλισε για ένα παλιό συμμαθητή που πέτυχε στο δρόμο. Δεν άκουσε τίποτε άλλο απ' ό,τι του είπανε εκείνο το βράδυ. Δεν έκλεισε μάτι. Φοβόταν. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Πριν αποφασίσει, είχε μιλήσει με την Τζοάνα, η οποία είχε τον τρόπο της με τον γιατρό του Αργυρίου, και τα είχανε μάθει όλα. Εκτός από τους φόνους.
Ετσι, λοιπόν, στον Αργυρίου, που σκόπευε να τα παρατήσει όλα, να πάει στο χωριό του, να καλλιεργεί τάχα ροδάκινα, εμποτισμένα με δηλητήριο, για την εξόντωση του ανθρώπινου πληθυσμού και την οριστική συναισθηματική του απεξάρτηση και την προστασία του από τις μελλοντικές συναισθηματικές απογοητεύσεις, ο φαρμακοποιός είχε επιφυλάξει τη μεγαλύτερη απογοήτευση όλων: η ουσία που είχε παρασκευάσει δεν ήταν δηλητήριο αλλά πλασίμπο. Νεράκι του θεού, να το πιεις στο ποτήρι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου