Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

15. Στον κάμπο

Ντυμένος στην πένα, με λινό καλοκαιρινό κουστούμι, στο χρώμα της άμμου, στητός, καλοκουρεμένος, καλοξυρισμένος, ατσαλάκωτος, χωρίς ένα κόκο σκόνης πάνω στα καλογυαλισμένα του σκαρπίνια. Σαν πεζοναύτης με πολιτικά. Σαν γκεσταπίτης ή πράκτορας της Στάζι. Περπατά μες στο λιοπύρι. Στο χωματόδρομο, στο κοκκινόχωμα. Στον κάμπο που φλέγεται. Τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο, μα αυτός δεν τ' ακούει. Εχει στ' αυτιά ακούστικα, παίζει ένα τραγούδι μόνο. Το Rehab, της Amy Whinehouse. Τόσα χρόνια, χωρίς να μπορεί να καταλήξει. Πόσες μέρες στη στέγνα, για να αποτοξινωθείς; Seventy ή seventeen, λέει το τραγούδι; Εβδομήντα είναι πολλές, δεκαεπτά μοιάζουν πολύ λίγες.
Στέκεται καταμεσής στο χωματόδρομο. Ψυχή ζώσα τριγύρω. Καταμεσήμερο. Οι αγρότες στα καφενεία, στο σπίτι ή για ύπνο. Ώρα να πιάσει αυτός δουλειά. Κοιτά ψηλά φέρνοντας το χέρι στα μάτια. Ενα αεροπλάνο των μυστικών υπηρεσιών. Ο εβδομαδιαίος ψεκασμός της χώρας. Ανυποψίαστοι οι αγρότες στα χωράφια ψεκάσανε νωρίτερα τη σοδειά τους, ραντίσανε αβέρτα. Κι αυτός, τώρα που τελειώσαν, θα βάλει την τελευταία πινελιά. Στα κρυφά. Με τη σύριγγα στο χέρι προχωρά.
Δεν είναι πρεζάκι ο Αργυρίου. Εθισμένος, ναι. Εθισμένος στους ανθρώπους. Σε κάποιους περισσότερο. Μόνο μαζί τους είναι ευτυχισμένος. Όμως κάποια στιγμή, κι αυτός, όπως όλοι, μένει μόνος. Οι άλλοι φεύγουν. Ολοι φεύγουν. Ολοι τον αφήνουν μόνο. Και περισσότερο αυτοί τους οποίους θέλει ο Αργυρίου. Εχουν κι άλλους ανθρώπους, πέρα απ' αυτόν, για να αφιερώσουν χρόνο. Έχουν και τη ζωή τους, όλο με τον Αργυρίου θα ασχολούνται; Κι όσο πιο μεγάλη, πιο απολαυστική η προηγούμενη ανθρώπινη δόση, τόσο χειρότερη η στιγμή της χαρμάνας, που μένει μόνος χωρίς κανέναν. Και τους αναζητά με μεγαλύτερη μανία, για μια πιο ισχυρή δόση. Γίνεται φορτικός, κολλητσίδας. Αδιακριτος, χώνει τη μύτη του παντού, θέλει κομμάτια της ζωής των άλλων που δεν του αναλογούν. Κι όσο περισσότερο παίρνει απ' αυτά, τόσο πιο δύσκολα χορταίνει, τόσο πιο δύσκολα ικανοποιείται, τόσο πιο δύσκολα περνάει μόνος. Πονάει. Οχι μόνο στην ψυχή, στην καρδιά, πώς σκατά το λένε στα ρομάντζα. Πονάει σωματικά. Πονούν τα κόκαλά του. Τα χείλη του στεγνώνουν, η καρδιά του χτυπά ακανόνιστα, το δέρμα του ξεφλουδίζει, τρέμει σύγκορμος, ζεσταίνεται, ιδρώνει, ξεϊδρώνει, κρυώνει, τουρτουρίζει, τον πιάνει φαγούρα, μεγάλη νευρικότητα, κρίσεις πανικού, ψυχική και σωματική κατάπτωση.
Γίνεται βίαιος. Αποφασίζει ότι πρέπει να ξεκόψει.
Πρώτη φορά το αποφάσισε να ξεκόψει, να καθαρίσει, πριν από χρόνια, νέος ακόμη.
Κάπως έτσι ξεφορτώθηκε, βίαια, κόβωντάς της το λαρύγγι, εκείνη τη συμφοιτήτριά του, που μπορεί και να τον αγαπούσε, μπορεί και να τον έβλεπε σαν φίλο, αλλά όπως κι αν έχει, κάμια στιγμή δεν άντεξε να τον έχει 24 ώρες το 24ωρο μέσα στα πόδια της. Και του το είπε. Κι αυτός προσπάθησε να μείνει μακριά της. Μια μέρα. Τόσο βάστηξε. Μετά τη σκότωσε. Δεν το ΄χε ξανακάνει. Πέρασε δύσκολες στιγμές. Παραλίγο να κλάψει. Τη γλίτωσε. Το πτώμα δεν βρεθηκε ποτέ. Χωρίς πτώμα, δεν υπάρχει φόνος. Μόνο πόνος.
Ετσι ήρθε κι η δεύτερη, κι η τρίτη, η τέταρτη... Είχε χάσει λογαριασμό. Δεν μετρούσε. Δεν ήταν κάνας μανιακός δολοφόνος, κι ας ξεπερνούσαν τα θυματά του διψήφιο αριθμό. Πάντα κοπέλες. Εθιζόταν περισσότερο σε αυτές. Δεν ζητούσε τίποτε. Μόνο να είναι μαζί τους. Ολη μέρα. Δεν επεδίωκε σωματικη επαφή καμιά. Μόνο να του μιλάνε, να κάνουνε τα πάντα μαζί, ακόμη στο σεξ ζητούσε να είναι σε μια γωνιά να βλέπει. Αυτό συνήθως ήταν το κρίσιμο σημείο. Κάποιες, λίγες, το βρήκανε μια κίνκυ επιθυμία, δεχτήκανε για λίγο. Αλλες τού το ξέκοψαν με τη μία. Αυτές πληρώσανε. Και ο Αργυρίου συνέχιζε να παλεύει με τον εθισμό. Απέφευγε όσο γινόταν τους ανθρώπους. Να μη χαίρεται. Να μην εθίζεται. Γιατί στο τέλος πάντα ή αυτός θα πονούσε ή άλλος θα πέθαινε. Κι ο Αργυρίου σιχαινόταν τον πόνο. Τον δικό του. Ο πόνος των άλλων, τη στιγμή που τους σκότωνε, ήταν αναγκαίο κακό στην πορεία του προς την απεξάρτηση. Προσπαθούσε για μέρες να μη δει κανέναν, αλλά δεν ήταν εφικτό. Ακόμη και στην υπηρεσία όπου δούλευε στο ταμείο, με ανθρώπους είχε να κάνει. Ετσι γνώρισε κι εκείνον τον τρελάκια, τον Μανώλη. Με τους καθρέφτες. Ο μόνος που -μάλλον, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήταν σίγουρος, αλλά δεν ήθελε και να το διακινδυνεύσει- είχε καταλάβει τι ρόλο έπαιζε ο Αργυρίου.
Ομοιοπαθής, ψυχοπαθής κι εσύ δικέ μου; του είχε πει τη δεύτερη φορά που τον είδε. Είσαι, είσαι, μην το αρνείσαι, μου το ΄πε το είδωλο στον καθρέφτη. Είναι μαγικός ο καθρέφτης.
Με χίλια ζόρια έμεινε ψύχραιμος ο Αργυρίου. Τού μέτρησε τα λεφτά χωρίς να πει κουβέντα. Από τότε ο Μανώλης τον χαιρετούσε φιλικά κάθε φορά, "πού ΄σαι δικέ μου, πού 'σαι βρε αρρώστια, πώς πάει η ψυχασθένεια;".
Τελευταίος του εθισμός, μια λυγερόκορμη γειτονοπούλα, φοιτήτρια, που ακόμη την ψάχνουν και την κλαίνε οι γονείς της και που σιγά μην τη βρουν εκεί που την έχει καταχωνιάσει ο Αργυρίου. Δίπλα-δίπλα τα μπαλκόνια των διαμερισμάτων τους, έβγαινε και έπινε καφέ κάθε απόγευμα την ίδια ώρα με τον Αργυρίου χαμογελώντας του και λέγοντάς του "τι κάνεις;". Ανεξηγητο λοιπόν γιατί ξέσπασε σε ουρλιαχτά μια μέρα που καθισμένη στο κρεβάτι της με τα εσωρουχα τον είδε να στέκεται στο μπαλκόνι της και να την κοιτά ανέκφραστος πίνοντας τον φραπέ του. Είναι η ώρα που πίνουμε καφέ μαζί, δεν ήρθες σήμερα, μ' έστησες, δεν το βρίσκεις κάπως αγενες; προσπάθησε να της εξηγήσει ο Αργυρίου, αλλά αυτή ουρλιαζε τόσο πολύ, τόσο ενοχλητικά. Αναγκάστηκε να τη σκοτώσει.
Και μετά παραιτήθηκε. Είπε στην υπηρεσία κάτι για χωράφια στο χωριό, ροδάκινα. Θα πήγαινε να τα καλλιεργήσει. Άλλη ποιότητα ζωής στην ύπαιθρο. Οι συνάδελφοί του δεν του δώσαν σημασία. Τον θεωρούσαν λίγο μυστήριο, φιλήσυχο, αλλά πολύ κλειστό άνθρωπο.
Στο χωριό ο Αργυρίου έβαλε μπρος το μεγάλο του σχέδιο: ένας τρόπος απεξάρτησης από τους ανθρώπους υπήρχε, να τους εξαφανίσει όλους. Γιατί μετά τον εθισμό στον έναν, ακολουθούσε ο εθισμός στον άλλον, κι ύστερα στον παράλλον, παντα κάποιος άνθρωπος βρισκότανε στο διάβα του. Κι ο Αργυρίου έπεφτε με τα μούτρα. Συνήθως πάνω σε τοίχο. Κανείς δεν γουστάρει να έχει έναν ψυχάκια στο πλάι του 24 ώρες το 24ωρο. Θα δηλητηρίαζε λοιπόν τον παγκόσμιο πληθυσμό. Είχε φτιάξει μια ουσία δολοφονική, με αυτήν εμβολίαζε όλη τη σοδειά ροδακίνων στον κάμπο. Αργά αλλά σταθερά θα τους εξολόθρευε όλους. Ο καλύτερος τρόπος απεξάρτησης είναι να εξαφανίσεις τις εθιστικές ουσίες από τον πλανήτη. Κι ο άνθρωπος είναι για τον Αργυρίου η πιο εθιστική ουσία απ' όλες. Κόλαση και παράδεισος μαζί. Οι άλλοι. Όχι αυτός. Σε αυτόν δεν έχει εθιστεί ποτέ κανένας και καμιά.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου