Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

7. Όπου ο Μανώλης χάνει έναν φίλο

Ο Μανώλης παίρνει φάρμακα. Χάπια. Ενα την ημέρα. Ζέλντοξ τα γράφει ο γιατρός, ο ίδιος τα λέει αντιπαλευόν. Για να την παλεύει, ξες, για να τα βγάζει πέρα. Δεν έχει κάτι σοβαρό, έτσι νομίζει. Ο γιατρός του ανησυχεί, αλλά δεν του το λέει, το λέει στο είδωλο του Μανώλη στον καθρέφτη, μπας και το πει αυτό στο Μανώλη, μα ο Μανώλης δεν ακούει κανέναν, μήτε γιατρό, μήτε και είδωλο. Ο γιατρός να γράφει το αντιπαλευόν και το είδωλό του στον καθρέφτη να βγάζει το σκασμό, και όλα πηγαίνουν ρολόι. Ετσι νομίζει.
Μια φορά το μήνα λοιπόν ο Μανώλης πηγαίνει με τη συνταγή του γιατρού στο φαρμακείο, παίρνει τα χάπια σε σωληνάριο, τραγουδά ντουέτο με το φαρμακοποιό τι σκατά θα κάνουμε με αυτούς τους σωλήνες και πηγαίνει μετά στον ασφαλιστικό του φορέα να πάρει το ποσό, περίπου 50%, της θεραπείας που του καλύπτει η ασφάλισή του. 
Είναι ένας τύπος εκεί, στο γραφείο, στο ταμείο, αυτός που του δίνει στο χέρι τα λεφτά, με φάτσα ανατολικογερμανού, σκέτος υπάλληλος της Στάζι. Ο Μανώλης ξέρει κι ο τύπος ξέρει ότι ο Μανώλης ξέρει ότι συμπάσχει. Κυριολεκτικά. Στα χάπια, ασθενής κι αυτός. Ψυχάκιας. Με την τάξη. Με την αρμονία. Ζυγισμένα, στοιχισμένα, τα πάντα στο γραφείο. Πεντακάθαρα και καλογυαλισμένα όλα. Μια πιότερο απ' όλα γυαλίζει το μάτι του. Ψυχρός, βορειοευρωπαίος, παγοκολώνα. Κάπου βαθιά μέσα του ηχεί ο εκρηκτικός μηχανισμός, τικ τακ, τικ τακ. Πώς πάει Μπρέιβικ; τον πειράζει κάθε φορά ο Μανώλης, κι αυτός απαθής, ούτε χαμογελά ούτε ενοχλείται, τού μετράει τα λεφτά.
Μπαίνει λοιπόν σήμερα ο Μανώλης στο γραφείο, άφαντος ο Μπρέιβικ, άνω κάτω το γραφείο, χαρτιά, στιλό, σφραγίδες, φύρδην μίγδην  ένα δάχτυλο σκόνης καλύπτει τα πάντα. Κι ένας καινούργιος τύπος, φαλακρός, παντελώς συνηθισμένος και υγιής, να τρώει την τυρόπιτα του. Δεν του αρέσουν του Μανώλη οι αλλαγές. Νιώθει ασφαλής μες στη ρουτίνα του, με τα περιοδικά τελετουργικά του. Θέλει τον συμπάσχοντά, τον Μπρέιβικ, πίσω από το γραφείο, όλα στην πένα, ατσαλάκωτο και σιωπηλό, να του μετρήσει τα λεφτά του, όχι αυτόν τον καραφλό, που έχει τρίμματα τυρόπιτας πάνω στην μπλούζα. 
- Ο κύριος; ρωτά ο φαλακρός.
- Τον Μπρειβ... ε, λάθος, τον υπάλληλο που εργάζεται εδώ θέλω.
- Σήμερα θα σας εξυπηρετήσω εγώ, καθίστε.
- Δεν χρειάζεται, θα ξαναπεράσω, όταν τελειώσει η άδειά του.
- Μα όχι, δεν καταλάβατε. Ο Μπρέιβ... ε, λάθος, ο κύριος Αργυρίου, ο προκάτοχός μου, παραιτήθηκε ξέρετε.
Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Μανώλη. Σκοτοδίνη.
- Παραιτήθηκε; ψέλλισε με το ζόρι. Και πού πήγε;
- Πήγε να ασχοληθεί με τα ροδάκινά του. Μα τι πάθατε, είστε καλά;
Ο Μανώλης κάνει μεταβολή, το βάζει στα πόδια, μπουκάρει στο γιατρού, παίρνει κι άλλη συνταγή, άλλα τόσα χάπια, πάει στο φαρμακείο, καταπίνει δυο τρία μαζεμένα, δύσκολη μέρα σήμερα, δικαιολογείται κι αποφασίζει να μην ξαναφάει ροδάκινο ποτέ στη ζωή του. Ποιος ξέρει τι θα ρίχνει μέσα ο ψυχάκιας ο Αργυρίου στο πλαίσιο του σχεδίου του για την εξόντωση του ανθρώπινου πληθυσμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου