Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Το επόμενο πάντα καλοκαίρι

Οταν ήταν μικρός, είχε διαβάσει μια ποιητική συλλογή “ο βυθός της γκαζόζας”. Του άρεσε η γκαζόζα. Του αρέσει ο βυθός. Η καλύτερη στιγμή της ημέρας, η κορύφωση, όταν έπιανε πάτο. Στο βυθό. Από το παρελθόν της γκαζόζας στον παρόντα βυθό του, κατάλαβε πως δεν είχε καταλάβει τίποτε από την ποίηση, ποτέ.
Η χειρότερη στιγμή της ημέρας, το ναδίρ, όταν προσπαθούσε να ξεκολλήσει, να ξεφύγει από τον πάτο, να αφήσει τον βυθό για να βγει στην επιφάνεια. Ηταν μια άνιση μάχη, κοπιαστική, εκ προοιμίου χαμένη. Προτιμούσε χωρίς ανάσα, χωρίς ζωή, να κείτεται απόκοσμο κήτος στο βυθό, μέσα στα περιττώματά του, στα χειρότερα χαρακτηριστικά του, σε ό,τι πιο σκοτεινό σκέφτηκε και πόθησε ποτέ, δήθεν φοβισμένος από το φως, δήθεν λυγίζοντας από το βάρος, δήθεν αποκαρδιωμένος από τα εμπόδια, δήθεν αποκαμωμένος να πάει κόντρα στο ρεύμα.
Είχε την αυταρέσκεια του παραιτημένου, την αλαζονεία του ηττημένου.
Ηταν μια παράξενη ηδονή, να βρίσκεται εκεί στον πάτο. Η επίγνωση ότι είναι κατακάθι τού προκαλούσε έκσταση.
Ευτυχώς το ήξερε μόνον αυτός. Ηταν μόνος του στον πάτο. Τα νερά θολά, το βάθος μεγάλο, έκρυβαν την αθλιότητά του απ' τους τρίτους, που καμιά φορά κοιτάζαν να δουν τι κάνει εκεί στον πάτο.
Σποραδικά, σαν μηνύματα μέσα σε μπουκάλια, στην αντίληψή του πέφτανε γράμματα φανατικών φανταστικών αναγνωστών, θυμωμένα, παρακλητικά, υβριστικά, γιατί σταμάτησε να γράφει, τι έγινε στη συνέχεια, αντε γαμήσου ρε συ, πάνω στο καλύτερο μας έκοψες, συσσωρεύονταν στο γραμματοκιβώτιό του, στην πραγματικότητα επρόκειτο για λογαριασμούς, διαφημιστικά έντυπα και θυροκολλημένα εξώδικα.
Είχε πιάσει πάτο. Κι ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής του. Και η χειρότερη συνάμα. Είχε πιάσει πάτο, τον είχε αγκαλιάσει, είχε ερεθιστεί, είχε καβλώσει και τελειώσει εκεί στον πάτο.
Είχε ένα χρόνο να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Χωρίς τον καθρέφτη, πώς να γράψει; Δεν έβγαινε από το σπίτι πια, απ' τον βυθό του. Ούτε βόλτες με τα μάτια κλειστα, δεμένα με μαντίλι, ούτε συγκρουόμενα με τους περαστικούς.
Η γενιάδα του είχε μακρύνει, οικοσύστημα με δική του πανίδα και χλωρίδα. Βρύα, φύκια και λειχήνες, ένας ιστός αράχνης που παγίδευε τα έντομα που είχαν στήσει πάρτυ στο κορμί του. Ό,τι ξέφευγε της αράχνης, το έτρωγε αυτός.
Τα μαλλιά του πέσανε τελείως. Φυτρώσανε στο πάτωμα και πάνω τους χιονισμένα βουνά σκόνης, σαν πιτυρίδα.
Ξεχνούσε. Και δεν ένιωθε πια την ανάγκη να θυμάται. Δεν ήθελε να είναι συνεπής στην ιστορία, στα γεγονότα, που άλλωστε δεν συνέβησαν ποτέ, ούτε έψαχνε να βρει λύσεις και απαντήσεις σε τόσα ερωτήματα, δικά του και φανταστικών αναγνωστών: Τι απέγινε η Τζοάνα, η ατζέντισσά του με τη βραχνή φωνή που τον αγαπούσε; Ο ψυχίατρος που του χορηγούσε ψυχοφάρμακα με το κιλό; Ο καπιεσμένος φαρμακοποιός; Κι ο πρώην ταμίας δημοσίου που τα παράτησε όλα για να πάει να γίνει σίριαλ κίλερ και εξολοθρευτής της ανθρωπότητας;
Ενα χρόνο μετά, η ανθρωπότητα υπήρχε ακόμη.
Μόνον οι ήρωες του Μανώλη κινδύνευαν με εξαφάνιση.
Ο Μανώλης ο ίδιος, κληρονόμος του απαστράπτοντος κόσμου, πειραματικό πρότζεκτ με φιλοδοξίες, κίνδυνευε με αφανισμό, με αυτοεξόντωση.
Ειχαν μαζέψει τη σκόνη του χρόνου. Είχαν πέσει σε λήθαργο, σε λήθη, σαν ηλίθιοι.
Η μπαλαρίνα, που του 'χε πει κοιμήσου, τον ξύπνησε. Γράψε κάτι, του είπε. Κι εδώ τελείωσε ο ρόλος της στην ιστορία. Μπορεί κι όχι.
Αλλωστε ο Μανώλης δεν ξέρει τι θα γίνει μετά.
Ούτε τι γίνεται τώρα.
Δεν ξέρει να σου πει τι μεσολάβησε αυτόν τον ένα χρόνο.
Που τον πέρασε στο βυθό, έχοντας πιάσει πάτο.
Επρεπε αυτή τη φορά, να μείνει στην επιφάνεια. Μαζί με τ' άλλα σκατά και τους φελλούς και τα σκουπίδια, όχι σαν τον κρυμμένο χαμένο θησαυρό να περιμένει να ανακαλυφθεί στον πάτο, στο βυθό της γκαζόζας, του μπουκαλιού, του βάλτου, του ωκεανού, του υπονόμου, όπου σκατά βρισκόταν τέλος πάντων.
Επρεπε πάση θυσία να επιπλεύσει.
Εβαλε μπρατσάκια, φόρεσε σωσίβιο, βατραχοπέδιλα, μάσκα και αναπνευστήρα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, κι ο καθρέφτης ξέσπασε στα γέλια.
Πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα Μανώλη;
Δεν απάντησε.
Βούτηξε. 
Σκατά.
Επέπλεε. Αλλά δεν αρκεί να επιπλέεις, πρέπει και να κολυμπάς, δεν αρκεί να γράφεις, πρέπει κάτι να έχεις να πεις, δεν αρκεί να νιώθεις, πρέπει να έχεις και μια ιστορία να πεις, λίγη δράση, κάνα πιστολίδι, έρωτα, σεξ, πολιτική, επανάσταση, μελαγχολικούς ντετέκτιβ, αμετανόητους επαναστάτες, μοιραίες γυναίκες, γοητευτικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες. Χαρακτήρες και πλοκή. Διαφορετικά, δίνεις τα μπρατσάκια στον πρώτο τυχόντα σφίχτη, τρυπάς το σωσίβιο, χαρίζεις τη μάσκα σε διαδηλωτή να προφυλάσσεται από τα δακρυγόνα, τον αναπνευστήρα τον κάνεις δωρεά σε ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο, απ' αυτά με τις ελλείψεις, και τα βατραχοπέδιλα τα ψήνεις στα κάρβουνα.
Και επιστρέφεις στον βυθό, ξαναπιάνεις πάτο. 
Σαν στο σπίτι σου, Μανώλη, καλώς ήλθες, σε υποδέχεται εκεί η θλίψη και σε σφιχταγκαλιάζει πάλι.