Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Ένα ερείπιο

Την ημέρα εκείνη ο Μανώλης, παρόλα του τα χάλια, έκανε την έκπληξη, δεν έπεσε πάνω σε τοίχο αλλά πάνω σ’ ένα ερείπιο, γνωστό του από παλιά, από τα χρόνια της δουλειάς, ετοιμόρροπο, που σύγκορμο έτρεμε και απέφευγε να τον κοιτάξει στα μάτια - με τ' αστεία του έκλαιγε μοναχό και με το δράμα του μοναχό του επίσης γελούσε - κι όσο να φάει μια τυρόπιτα ο Μανώλης, που την ημέρα εκείνη δεν φορούσε ούτε μαντίλι στα μάτια ούτε ωτοασπίδες στ’ αυτιά, ούτε έψαχνε τοίχο για να συγκρουστεί, παρά μόνον κάποιον περισσότερο από τον εαυτό του να λυπηθεί, ήταν δηλαδή μια ευτυχής σύμπτωση και για τους δυο, το ερείπιο του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι, αντάλλαξαν και αντικαταθλιπτικές συνταγές για χάπια και σαν να αναστηλώθηκε λίγο, ο δε Μανώλης χάρηκε τόσο πολύ που βρήκε κάποιον πιο κατεστραμμένο από τον ίδιο, που πήρε να κοιτάζει φωτογραφίες τοίχων που είχε στο παρελθόν ερωτευτεί. Και τους δρόμους πήρε αναζητώντας τους για να συγκρουστεί.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Μικρό της αλληλεγγύης

Είχε τα χάλια του ο Μανώλης. Μετά τις συγκρούσεις με τοίχους, καθρέφτες και μπασκίνες, δολοφονημένος τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, μέχρι που έπεσε πάνω σ' έναν γνωστό του από το κίνημα. 
- Μανώλη, τι κάνεις;
Χειραψία. Το χέρι του Μανώλη γεμάτο πληγές και αίματα. Δεν το πρόσεξε ο άλλος.
- Τι να κάνω ρε συ, δεν βλέπεις τα μούτρα μου; Τα χάλια μου έχω...
- Καλά σε βλέπω, μια χαρά, μπαγάσα, μαύρισες κιόλας, πήγες στη θάλασσα ρε; Αλλά σε χάσαμε, δεν έρχεσαι απ' τα μέρη μας πια. Μας ξέχασες στα δύσκολα, τώρα που έχουμε μεγάλη ανάγκη.
Ενιωσε άσχημα ο Μανώλης. Είχε δίκιο ο άλλος. Δαγκώθηκε.
- Δίκιο έχεις, να με συγχωρείς για την απουσία μου. Αλλά, να, ξέρεις, είχα και κάτι δικα μου προβληματάκια, ψυχολογικά, οικονομικά, πριν από λίγο με δολοφόνησαν οι μπάτσοι...
Ο άλλος δεν έκατσε ν' ακούσει. Ηταν ήδη φευγάτος.
- Λοιπόν, λοιπόν, χάρηκα που σ' είδα και μην ξεχνάς, σε περιμένουμε, Μανώλη! Εχουμε κάτι προβληματάκια, θέλουμε μας βοηθήσεις.
Και παράτησε τον Μανώλη, δολοφονημένο, στα κρύα του λουτρού.

Αν βλέπεις τοίχο, διάβαινε

Η πρώτη φορά είχε πονέσει, ήταν πραγματικά οδυνηρή. Και του είχε έρθει ξαφνικά, σαν είδε τον τοίχο, στάθηκε διστακτικά μπροστά του, τον κοίταξε κάμποση ώρα, έκανε κάποια βήματα πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα, πήρε και φόρα, κι έπεσε με τα μούτρα πάνω του.
Εκτοτε, ο Μανώλης αγάπησε με πάθος τους τοίχους. Ερωτευόταν κάθε τοίχο που τύχαινε στο διάβα του. Και δεν προσπαθούσε να τους αποφύγει, να τους ξεπεράσει, όχι: ήθελε να γίνει ένα με τον τοίχο, να ενωθούν σάρκα, κόκκαλα, τσιμέντο, μπογιά και τούβλο, ο πόθος του να συναντά την άρνηση και την απόρριψη, όσο πιο ψηλός και πιο επιβλητικός ο τοίχος, τόση μεγαλύτερη η φόρα με την οποία έπεφτε πάνω του. Φυσικά, έσπαζε τα μούτρα του κάθε φορά. Και κάθε φορά, μετά την πρόσκρουση, συναίσθημα το οποίο λάτρευε, ο Μανώλης μετρούσε τις πληγές του με το είδωλό του στον καθρέφτη.
Σταδιακά, υπήρξαν και πιο ελαφριές περιπτώσεις, "τοιχαία" φλερτ, όπου αντί να πέσει με τα μούτρα ο Μανωλης απλώς κλωτούσε ή χτυπούσε με τις γροθές του τον τοίχο. Σπασμένα χέρια, πόδια, δάχτυλα. Μικρά ερωτικά τρόπαια, αναμνήσεις της ντόλτσε βίτα, ενός κατά φαντασίαν τοιχονόβα.
Μια μέρα επιθεωρώντας τις πληγές του με το είδωλό του στον καθρέφτη, αποφάσισε πως θέλει να βλέπει τον εαυτό του τη στιγμή της πρόσκρουσης, όπως άλλοι θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους τη στιγμή που κάνουν σεξ. Αρχισε να παίρνει φόρα και να πέφτει πάνω στους καθρέφτες, σε καταστήματα ρούχων, σε μπαρ, σε βιτρίνες, ακόμη και στα γυαλιά-καθρέφτη που φορούσε μια γκόμενα στην Ικτίνου τις προάλλες, ακόμη και μες στα ασανσέρ. Απολάμβανε να βλέπει τον εαυτό του να γίνεται χίλια κομμάτια όσα και τα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη.
Ο ψυχίατρός του τού επέστησε την προσοχή και του αύξησε τη δοσολογία στα χάπια. Η ατζέντισσά του η Τζοάνα ανησυχούσε για την υγεία του και τα βράδια έπινε ακόμη περισσότερο από ό,τι συνήθως και τον αγαπούσε ακόμη πιο κρυφά ακόμη πιο πολύ. Μόνο ο φαρμακοποιός τον ζήλευε λίγο γιατί πάνω στον γύψο από τα σπασμένα του μέλη ο Μανώλης έγραφε στιχάκια, συνθήματα, σχεδίαζε, μουτζούρωνε, κάτι που στον φαρμακοποιό οι καταπιεστικοί γονείς του ουδέποτε επέτρεψαν.
Μια μέρα, που ήταν κάπως καλύτερα και τα φάρμακα είχαν αρχίσει να κάνουν τη δουλειά τους, ο Μανώλης, παίζοντας συγκρουόμενα σε μια ψησταριά με κάτι σκουλίκια νεοφιλελέδες, έμαθε για το elevator pitch, την τέχνη της πειθούς και των πωλήσεων σε χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην παραμονή εντός ενός ασανσέρ.
Αποφάσισε ότι αυτό θα μπορούσε να τον σώσει.
Αρχισε να παραμονεύει έξω από τ’ ασανσέρ, και μόλις έμπαινε κόσμος, προσπαθούσε να τους πουλήσει τον εαυτό του, ν’ εξαγοράσει τη φιλία τους. Είμαι καλός, έξυπνος και μορφωμένος, δεν χαλάω χατίρια, γελάω όταν πρέπει, μιλάω όσο πρέπει, ακούω όσο πρέπει και κάνω τις σωστές ερωτήσεις μόνο όταν πρέπει, τυχαίνει να είμαι πολύ μόνος, δεν είμαι και πολύ καλά ψυχολογικά, αλλά το παλεύω, θέλεις να με βοηθήσεις, θέλεις να γίνουμε φίλοι; Τα έλεγε σαν πολυβόλο σε γραβατωμένους, σε χίπστερ, σε γκόμενες, μεσήλικες, νέους, γριές, σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Κάποιοι τον κοιτούσαν σαν τρελό (πράγμα που ήταν άλλωστε), άλλοι τον βρίζαν, άλλοι τον περιγελούσαν, κάποιοι τρομάξαν, άλλοι τον απείλησαν ότι θα φωνάξουν την αστυνομία, μέχρι που κάποιος όντως τη φώναξε, και σκάσανε δυο μπάτσοι και βρήκαν τον Μανώλη μες στο ασανσέρ να λέει το ποίημα του στον καθρέφτη, είμαι καλός, είμαι χρυσός, είμαι αστείος, θέλεις είδωλό μου να γίνουμε φίλοι - κι αυτό, παρότι συχνά του μιλούσε, παρέμεινε βουβό, είχε δει τους μπάτσους πίσω απ’ τον Μανώλη και πήρε μια τρομάρα, θυμήθηκε τα παλιά ο Μανώλης, πήρε φόρα και έσκσε με τα μούτρα πάνω στον καθρέφτη, τον πήρανε τα αίματα, μπήκαν μες στο ασανσέρ οι μπάτσοι, πρόλαβε να πατήσει το μπουτόν για την ταράτσα ο Μανώλης κι άρχισε να τους λέει είμαι καλός, είμαι αστείος, έξυπνος πολύ, είμαι μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί, χεστήκαν απάνω τους οι μπάτσοι και πυροβολήσαν τον Μανώλη, τον γάζωσαν με σφαίρες και συνεχάρησαν ο ένας τον άλλον για την καλή τους δουλειά και κάνανε και high five και λίγο όινκ και απέμεινε μόνο το είδωλο του Μανώλη σε χιλιάδες κομμάτια σπασμένου καθρέφτη να κοιτά σαν χαζό τη φριχτή δολοφονία.
Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες γράψανε πως αυτοκτόνησε σε ασανσέρ ο Μανώλης, επαγγελματίας τυχοδιώκτης, που ήταν μεγάλο ψέμα, ο Μανώλης, αν ήταν κάτι, ήταν ερασιτέχνης τοιχοδιώκτης, ούτε καν αυτό, δηλαδή, τοιχολάγνος ήταν, αλλά το έκρυβε καλά, μόνον οι πληγές του τον προδίδαν. 
(Μη στεναχωριέσαι όμως, δεν πέθανε πραγματικά, στα ψέματα μόνο. Θα έχει και επόμενο. Μάλλον).

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Μοντέρνος Σίσυφος

Ενα πολύ παλιό ποίημα του Μανώλη,
από τα συζυγικά του χρόνια
 
 
Στου σπιτιού μου την κουζίνα
υπάρχει μια κουρτίνα
στην καλή μου στέκεται σούζα
ελλείψει κουρτινόξυλου στηριγμένη σε βεντούζα
όταν είμαστε τα δυο μας
εγώ και η κουρτίνα στο φτωχικό μας
κάθε που θα της καπνίσει
από τη θέση της θα ξεκολλήσει
την κολλάω, ξαναπέφτει
στον κώλο μου βάζει νέφτι
είναι το μαρτύριο του Σισύφου
αυτό του άχρηστου συζύγου
που αδυνατεί μια και καλή στην κουζίνα
να κολλήσει τη γαμημένη την κουρτίνα

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Είδα τον Μανώλη να τρέχει

Ο φαρμακοποιός έπινε ένα ακόμη ουισκάκι υπό τ’ αποδοκιμαστικά βλέμματα της γυναίκας του και της πεθεράς του, που πίνανε λευκό κρασί η μία και καπουτσίνο με αφρόγαλα η άλλη. Το βλέμμα του γιου του δεν ήταν αποδοκιμαστικό, ήταν θολό και καρφωμένο σε κάτι θυμωμένα πουλιά στην οθόνη του κινητού του.
Ζέστη, άπνοια, πλήρης ακινησία, τραπεζάκια έξω. Αυγουστος στην πόλη. Το ποδοβολητό, ξαφνικό, μακρινό στην αρχή, γρήγορα έφτασε πολύ κοντά τους, εκκωφαντικό. Ο Μανώλης. Ετρεχε με τον τρόμο αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Δεν ήταν πρωτοφανές αυτό. Συχνά πυκνά ο Μανώλης έτρεχε να ξεφύγει από αόρατους εχθρούς. Οχι αυτή τη φορά όμως: Πίσω του, ένα λεφούσι μπάτσων. Ετρεχε-έτρεχε ο Μανώλης και από τις τσέπες και από τις χούφτες του πέφταν διαρκώς κέρματα, ασταμάτητα, θαρρείς πως δεν είχαν τελειωμό.
Τι στο διάβολο; δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση του ο φαρμακοποιός και μπρος ο Μανώλης, πίσω οι διώκτες του, εξαφανίστηκαν.
- Να το πιάσουν, να το πιάσουν το καθίκι.
- Μα γιατί, αγάπη μου; τόλμησε να φέρει αντίρρηση ο φαρμακοποιός.
- Γιατί έτρεχε. Γι’ αυτό. Κι όποιος όταν τον κυνηγάνε τρέχει, πάει να πει ότι είναι ένοχος, κάτι έχει κάνει, επενέβη η πεθερά.
- Μα μητέρα, είναι απλώς ο Μανώλης, τον ξέρετε δα. Ακακος, δεν έχει ποτέ του πειράξει κανέναν.
- Τώρα λες ανοησίες. Είναι ναρκομανής και το ξέρεις.
- Τι ναρκομανής, βρε γυναίκα; Χάπια με συνταγή γιατρού παίρνει ο άνθρωπος. Από μένα τα παίρνει. Το κρασί που πίνεις αυτός το ‘χει πληρωμένο.
Θιγμένες, μάνα και κόρη, σηκωθήκαν. Σηκώσαν και το βλαμμένο. Πάμε, παιδί μου, μια βόλτα στα μαγαζιά. Ν’ αφήσουμε τον πατέρα σου να σκεφτεί καλύτερα κάποια πράγματα και να έρθουμε μετά να δούμε αν επιμένει.
Βρε δεν πάτε στο διάολο; σκέφτηκε ο φαρμακοποιός και παρήγγειλε από την όμορφη γκαρσόνα, την Ιωάννα, (την είχε ρωτήσει μια μέρα στα κρυφά "πες μου το ονοματάκι σου; Ιωάννα; όμορφο σαν κι εσένα" της είχε πει), ένα ακόμη ουισκάκι, το τέταρτο. Μέχρι να γυρίσουν οι τύρρανοί του, θα προλάβαινε να πιει και πέμπτο.
Αναστέναξε και βούλιαξε στην καρέκλα του.
Μα τι κορμί αυτή η Ιωάννα!  
Ξάφνου ένα άλλο κορμί, ανατσούμπαλο και ιδρωμένο, σωριάστηκε στην καρέκλα δίπλα του. Ο Μανώλης.
Τι έγινε, ρε μπαγάσα Μανώλη; Τούς ξέφυγες;
Ο Μανώλης ήπιε με δυο - τρεις γρήγορες γουλιές το ποτό του φαρμακοποιού.
- Πες της όμορφης να μου φέρει ένα ακόμα. Πάρε κι ένα για πάρτη σου. Ούτως ή άλλως δεν έχω λεφτά, εσύ θα το πληρώσεις, μου πέσαν όλα από την τσέπη όπως με κυνηγούσαν οι μπάτσοι.
- Γιατί βρε Μανώλη; Τι τους έκανες; Μη μου πεις ότι έκλεψες κανέναν;
- Θα στα πω. Στάσου, πρέπει να στα πω όπως πρέπει.
Κι έβγαλε από την τσέπη του ένα καθρεφτάκι τόσο δα μικρό, ψιλοραγισμένο, το απίθωσε δίπλα στο ποτήρι του και πήρε να μιλάει ως συνήθως με το είδωλό του.
- Ηταν μια γαβάθα, πολύ μεγάλη, αβαθής, όσο βαθιά κι αν έβαζες το χέρι σου δεν έβρισκες τον πάτο. Γιομάτη κέρματα πολλά, αμέτρητητα, ατέλειωτα. Καθόμουν και την κοίταζα και όλοι όσοι περνούσαν, χώναν το χέρι μέσα στη γαβάθα και παίρνανε κέρματα με τις χούφτες, γιομίζανε τις τσέπες τους, ξανά και ξανά και ξανά. Εγώ, με ξέρεις, δίσταζα, αλλά είπα να το τολμήσω. Γεμισα τις τσέπες μου, και τη στιγμή που γέμιζα και τις χούφτες μου, με πήραν στο κυνήγι οι μπάτσοι, που τόση ώρα παραδίπλα στην κλούβα τους στέκονταν και επιτηρούσαν την ταξη, τρώγανε σουβλάκια και μιλούσαν με την γκόμενα στο κινητό. Με πιάνεις ρε συ; Μόνον εμένα από όλη την κωλοκοινωνία πήραν στον κυνήγι οι κωλόμπατσοι. Ολοι βάλαν το χέρι τους μες στη γαβάθα, όλοι πήραν κέρματα με το σωρό, πάλι ο Μανώλης να την πληρώσει; Ε, τα υπόλοιπα τα είδες.
- Και πώς τούς ξέφυγες, ρε Μανώλη;
- Ε μετά ξύπνησα, ρε μαλάκα, ξύπνησα! Να τους αφήσω να με πιάσουνε στον ύπνο;
Ο φαρμακοποιός μπερδεύτηκε.
- Εφιάλτη έβλεπες, ρε Μανώλη;
- Ναι, ρε φίλε, εφιάλτη. Αλλά εγώ ξύπνησα, σε λέω. Απ’ ό,τι βλέπω όμως -κι ο Μανώλης έγνεψε προς τη γυναίκα, την πεθερά και τον γιο του φαρμακοποιού, που πλησίαζαν- ο δικός σου συνεχίζεται.
(Διακριτικά χασμουρήθηκε η μπαλαρίνα: κάπου τα έχω ξανακούσει όλα αυτά, τίποτε καινούργιο δεν έχεις να μας πεις;)
Στο επόμενο ίσως.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Μια ιστορία σε γύψο

Ο Μανώλης έδωσε το χειρόγραφο στην Τζοάνα.
Καιρός ήταν, είπε αυτή. Για να δούμε τι μαλακίες έγραψες πάλι.
Και ξεκίνησε να διαβάζει μιαν ιστορία σε γύψο:

Οταν ήταν μικρο παιδί, ο φοβισμένος φαρμακοποιός, που τον καταπιέζουν η γυναίκα του, η πεθερά του, ο γιος του, οι πελάτες του, ο κόσμος όλος και που όλο και όλο δυο φορές επαναστάτησε στη ζωή του, μία όταν ξενοκοιμήθηκε με την Τζοάνα, την κωλοπετσωμένη ατζέντισσα του Μανώλη του ψυχάκια, και μία όταν έδωσε, κατόπιν συμβουλής του κοινού ψυχιάτρου όλων τους, στον ψυχοπαθή δολοφόνο Αργυρίου, αντί για φονικό δηλητήριο, ακίνδυνο πλασίμπο για να μπολιάσει με αυτό όλη την εγχώρια ροδακινοπαραγωγή, ως μέρος του σχεδίου του για εξόντωση του παγκόσμιου πληθυσμού, το ξέρω πως είναι υπερβολικά μακριά και ασύνταχτη η πρόταση, Τζοάνα μου, που τώρα διαβάζεις το χειρόγραφο πίνοντας το νιοστό ποτό της ημερας, καθιστή στη γωνιά του αγαπημένου σου μπαρ, τόσο όμορφη όσο την πρώτη μέρα που σε γνώρισα, τότε που ακόμη δεν είχα χάσει τα λογικά μου, τότε λοιπόν που ήταν μικρός αυτός ο μαλάκας ο χοντρός και φοβισμένος μονίμως ιδρωμένος, κρυφός λάτρης των Σωλήνων των Λοστ Μπόντιζ φαρμακοτρίφτης, όχι παραπάνω από 12 χρονών, δεν κατάλαβε ποτέ πώς και γιατί, αλλά του βάλανε οι γιατροί το πόδι όλο στο γύψο, από πολύ ψηλά, σχεδόν στο κωλομέρι μέχρι και την πατούσα, αφήνοντας γυμνά μόνον τα δάχτυλα του ποδιού με τα από τότε άκοπα χοντρά σαν τα ξυράφια νύχια που σήμερα σκίζουν με τη μία κάθε καινούργια κάλτσα.
Κι οι αυστηροί γονείς του φαρμακοποιού, φαρμακοποιοί και αυτοί, οι πρώτοι και καλύτεροι καταπιεστές του, δεν τον αφήσαν να γράψει τίποτε πάνω στον γύψο, μην τυχόν και δούμε μουτζούρες, τον φοβέριξαν κουνώντας το δάχτυλο, κι αυτός δεν άφηνε τ’ άλλα παιδάκια στο σχολείο να του γράψουν με μπλε, κόκκινο και μάυρο στυλό “περαστικά” και “Smile” και καρδούλες και πάοκ, άρης, ήρακλης, και ντρεπόταν που δεν τους άφηνε, είχε μια ευκαιρία κι αυτός να νιώσει δημοφιλής, να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, και την πέταξε στα σκουπίδια και τον παρεξηγήσαν όλοι, φυσικά, μα τι πράγματα είναι αυτά, ποιος άνθρωπος δεν θέλει να του γράψουν ευχές στο γύψο; Δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει τότε ο νυν φαρμακοποιός, αλλά ήταν εκείνος ο πεντακάθαρος γύψος, ετσι παραδόθηκε στους γιατρούς που με τον τροχό τον κάνανε κομμάτια, πρωτοφανές φαινόμενο στα χρονικά, μια ακόμη, απ’ τις πολλές που προηγήθηκαν και έμελλε ν’ ακολουθήσουν συναισθηματική φίμωσή του.

Και χρόνια μετά βρέθηκε ο φαρμακοποιός, πάλι χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί, σε έναν άλλον γύψο, άυλο αυτή τη φορά, στον οποίο είχε μπει η ζωή του όλη, σε μια διαρκή φίμωση κάθε μορφής συναισθημάτων και επιθυμιών από -μην τα ξαναλέμε- τη γυναίκα του, την πεθερά του, τον γιό του, τους πελάτες του στο φαρμακείο. Κι έψαχνε ένα γύψο, για να γράψει πάνω του όλες του τις πιο κρυφές επιθυμίες, τα πιο άγρια γαμήσια, τα πιο πρόστυχα, σαν και αυτά που έβλεπε κρυφά στον υπολογιστή του φαρμακείου και σαν και αυτά που νόμιζε ότι θα του έκανε η Τζοάνα, αλλά ποιον να πρωτοπρολάβει να σώσει κι αυτή η καψερή σε αυτήν την πόλη που είχαν καψώσει τα τσιμέντα; Μόνη του παρηγοριά, μια φανταστική (της φαντασίας του) μπαλαρίνα, που συχνά περνούσε απ’ το μυαλό του, που κι αυτή ταλαιπωριότανε από το γύψο στις πουεντ της, αλλά επέμενε να χορεύει, πότε με Ailes de pigeon πότε με Ballotté πότε με Couru και πότε με Dèboulès. Μια μέρα, μόνος στο φαρμακείο, αποπειράθηκε να την ακολουθήσει, να χορέψει μαζί της: έπεσε στρογγυλός σαν μπάλα, βαρύς σαν ιστορία, πάνω στα ράφια, έσπασε και τα δυο τα χέρια του, του τα βάλανε σε γύψο κι ήταν η μοναξιά του τόση που πάλι κανείς δεν βρέθηκε κάτι να του γράψει, ούτε η γυναίκα του, η πεθερά του ή ο αχαϊρευτός ο γιος του, μα ούτε κι ο ίδιος μπόρεσε με δυο σπασμένα άκρα ένα στυλό να πιάσει και να γράψει αυτό που τόσο ήθελε: “Με σιχαίνονται οι μέρες με σιχαίνονται, με κοιτάνε σαν να βλέπουν κάποιο τέρας, κι όλες τρέχουνε Θεέ μου, κι όλες τρέχουνε, όλες τρέχουνε να κρυφτούνε από μένα”.
Η Τζοάνα τέλειωσε την ανάγνωση, κοίταξε στα μάτια τον Μανώλη. “Είναι για τα μπάζα. Αηδίες. Σιγά μην πηδιέμαι εγώ με τον πρωτο τυχόντα φαρμακοτρίφτη. Να το πετάξεις. Αλλά όχι όλο. Εχει κάποιες καλές ιδέες. Κράτα τον γύψο, κράτα κι αυτούς τους στίχους στο τέλος, κράτα και την μπαλαρίνα”.
Ο Μανώλης σηκώθηκε να φύγει. “Οι στίχοι, μανάρι μου, είναι του Αγγελάκα. Κι όσο για την μπαλαρίνα, κανείς δεν μπορεί να κρατήσει καμιά μπαλαρίνα”.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Ο κόσμος μετά

Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Αργυρίου,
ψυχοπαθή δολοφόνου, φίλου του Μανώλη
 
Όταν πια θα έχω καταστρέψει τον κόσμο, θα βλέπω όλη μέρα βίντεο στο youtube, μνημεία της ανθρώπινης δραστηριότητας, βίντεο με γάτες, σκυλιά, μωρά, ηθοποιούς, μοντέλα και τραγουδιστές, θα βλέπω συναυλίες από τα αγαπημένα συγκροτήματα και θα απολαμβάνω τα πρόσωπα των ανθρώπων που θα έχω εξολοθρεύσει και που τόσο θα μου λείπουν, θα απολαμβάνω και θα εκλαμβάνω ότι απευθύνονται σε μένα το χειροκρότημα και  οι κραυγές του πλήθους στο κενό ανάμεσα στα τραγούδια της συναυλίας, θα πανηγυρίζω μαζί με τους οπαδούς κάθε γκολ κάθε ποδοσφαιριστή κάθε ομάδας και θα ερωτεύομαι κάθε ξανθιά παρουσιάστρια που κάθεται σταυροπόδι φορώντας αποκαλυπτικό μίνι και πάρα πολύ ψηλές μπότες, θα σκοτώσω, αφού δεν θα μου έχει μείνει τίποτε άλλο να εξολοθρεύσω, όλα τα αλτερ ίγκο μου και θα πίνω κρασί και θα προσέχω το κενό ανάμεσα στα χτυπηματα των ντράμερ και δεν θα με νοιάζουν οι ειδοποιήσεις και τα μέηλ και αν έχει κάτι κάποιος να μου πει, που συνήθως κανείς ποτέ δεν είχε κάτι να μου πει, θα μεθύσω στο διηνεκές, θα τρέφομαι με λουλούδια, θα δαγκώνω τ’ αγκάθια τους και θα ματώνουν τα χείλη μου και θα χορεύω στο στενό διάδρομο στο χωλ και θα χτυπώ τα πόδια μου στις γωνίες και έξω από το μπαλκόνι θα είναι πάντα πολύ νωρίς το πρωί, φθινόπωρο, με σιγανή βροχή, η καλύτερη ώρα, ο καλύτερος καιρός, γαμώ τις νύχτες και τα καλοκαίρια, και τα βλέφαρά μου θα είναι πάντα βαριά, τα μάτια μισόκλειστα και δύο, τρεις και τέσσερις εικόνες μαζί θα μπερδεύονται από κάτω τους και θα συνεχίσω να χρωστώ λεφτά, αλλά δεν θα υπάρχει κανείς να τα ζητήσει, και να αγαπώ κρυφά και φανερά και να βροντοφωνάζω στους δρόμους στίχους, συνθήματα, βωμολοχίες, αλλά δεν θα μου καίγεται καρφί, γιατί κανείς δεν θα υπάρχει να με ακούσει, αφού θα τους έχω όλους εξολοθρεύσει, και δεν θα μπορεί κανείς να πια να με βρει, να με πάρει τηλέφωνο απροειδοποίητα ή να χτυπήσει την εξώπορτα την ώρα που ακούω πολύ δυνατά Nick Cave και να είναι η εφορία ή κάποιος άλλος κακός, και το καλύτερο όλων είναι ότι δεν θα μπορώ εγώ να βρω κανέναν, ούτε γνωστό, ούτε και άγνωστο, μέγα ευτύχημα θα είναι αυτό, γιατί το έχουμε πει, οι άνθρωποι πλήγώνουν ο ένας τον άλλον, άθελά τους αλλά και σκόπιμα, αυτά για την ωρα, κάτσε να σηκωθώ να ξεμουδιάσω, θα παψω να ανοίγω καρτέλες καρτέλες στο μοτζίλα που όλο κρασάρει, θα πάψω να πατώ εφ πέντε, να γράφω εξυπνάδες, να είμαι πνευματώδης, συγκρατημένος, θα παρασυρθώ επιτέλους, θα αφεθώ στα άκρα, θα κάνω ό,τι σκάτα μου κατεβαίνει στο μυαλό, ακόμη και αυτά που ξέρω ότι δεν πρέπει να κάνω, μόνο που ακριβώς επειδή θα τους έχω εξολοθρεύσει όλους, δεν θα υπάρχει κανείς τριγύρω για να κάνω οτιδήποτε μαζί του και δεν θα φοβάμαι μη με θεωρήσουν ψυχάκια, υπερβολικό, αλκοολικό, αισθηματία, γελοίο, δεν θα φοβάμαι να ερωτευτώ, γιατί δεν θα υπάρχει κανείς τριγύρω, θα έχω επιτέλους πετύχει την τέλεια ανθρωπομόνωση.

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

O επιστολογράφος κατά φαντασίαν συγγραφέας

Μια ιστορία που έγραψε ο Μανώλης

Ήταν ένας τύπος που έγραφε επιστολές στις εφημερίδες, για τις στήλες των αναγνωστών, επιθυμώντας να κάνει δημόσια παρέμβαση στα πράγματα, να καταγγείλει, να προτείνει, να αναλύσει και να λύσει τα μείζονα ζητήματα της κοινωνίας. Οι επιστολές του σπανίως δημοσιεύονταν. Ακόμη και τότε, δεν τις διάβαζε κανείς πλην του ιδίου και του δύσμοιρου διορθωτή της εφημερίδος. 
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, έχανε το αναγνωστικό του κοινό, αφού οι εφημερίδες, προτού αναστείλουν οριστικά την έκδοσή τους, απολύανε τους διορθωτές τους. Στράφηκε στο διαδίκτυο κι άρχισε να αφήνει μακροσκελή σχόλια σε όλα τα ενημερωτικά τα πόρταλ, στα ενημερωτικά τα σάιτ, στα δημοφιλή τα ιστολόγια, αλλά και πάλι περνούσε απαρατήρητος, ανάμεσα σε σχόλια του τύπου "έμμα τημεί χρεισύ αβγί" και "να τους κραιμάσουμαι και τους τρακώσους στω Σίνταγμα".
Στον ελεύθερό του χρόνο, πέρα από τις δημόσιες παρεμβάσεις του, διότι είχε και προσωπική ζωή, έγραφε σαν μανιακός κατά φαντασίαν ερωτικές επιστολές προς γυναίκες τις οποίες είχε φανταστεί, ονειρευτεί ή ακόμη και γνωρίσει, γειτόνισσες, γνωστές του, ταμίες στις τράπεζες ή στο γκισέ του ταχυδρομείου, υπαλλήλους του σούπερμάρκετ, τις οποίες επιστολές ποτέ δεν έστελνε, ωστόσο λάμβανε απαντήσεις, τις οποίες έγραφε επιμελώς και ταχυδρομούσε στον εαυτό του ο ίδιος, συνήθως επιστολές ευγενικά απορριπτικές, στις οποίες τάχαμου τα αντικείμενα του πόθου του αναγνώριζαν τα υψηλά, ευγενή και λεπτά του συναισθήματα, τα οποία θα εκτιμούσαν εφ' όρου ζωής, ωστόσο αυτές οι ίδιες τον βλέπανε μόνο ως φίλο, κι αφού νότιζε με δάκρυα τις απορριπτικές επιστολές προς τον εαυτό του, που ο ίδιος είχε γράψει, τις έβαζε στο συρτάρι, κι όταν τα συρτάρια γέμισαν και το σπίτι του ξεχείλιζε από επιστολές αυτοαπόρριψης, πήρε να γράφει αποχαιρετιστήρια γράμματα, τα οποία σκόρπιζε σε όλη την πόλη, προς κατά φαντασίαν φίλους του και αγαπημένα του πρόσωπα, που θα έφευγαν σε μέρη μακρινά και τους ανέλυε λεπτομερώς τον πόνο που του προκαλούσε η φυγή τους, μέχρι που μια μέρα ο πόνος από τις μαζικές φυγές των αγαπημένων του ήταν τόσο μεγάλος που πήρε να γράφει σημειώματα αυτοκτονίας, στα οποία κανείς δεν έδωσε σημασία, πολύ κακώς, γιατί μια μέρα τον βρήκανε νεκρό στο χαρτοβασίλειο των επιστολών και των σημειωμάτων του, τα οποία εκτιμήθηκαν για τη λογοτεχνική τους αξία και εκδόθηκαν σε τρεις τόμους που παραλίγο να βρεθούν στην κορυφή των μπεστ σέλερ, αλλά έχασαν την πρωτιά από το νέο βιβλίο της Λένας της Μαντά.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ακόμη ένα ανέκδοτο απ' τον Μανώλη

Ο Μανώλης σκάλιζε
στα σκοτεινά τη μύτη του
ακούγοντας παλιά ρομαντικά τραγούδια
Και τα κακάδια που έβγαζε
μπαλάκι τα πέταγε
στον κάλαθο των αχρήστων
μαζί με τα ποιήματα που έγραφε
περί κορμιών και κοριτσιών και μακριών βοστρύχων
Πού και πού αναστέναζε
και πατούσε το f5
φρούδες ελπίδες, τζίφος
κι είχε μουδιάσει ο πόδας του
καθισμένος σταυροπόδι
και σαν πήγε να σηκωθεί
κουτσαίνοντας να πάει προς τον καθρέφτη
να επιθεωρήσει το προσωπικό του χάλι
του ήρθε μια ζάλη
έπεσε, σωριάστηκε, χτύπησε στο κεφάλι
και δεν πρόλαβε να δει το μήνυμα
που του ήρθε από την άλλη

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Εκτός σειράς

Η δικιά σου είναι πιο μεγάλη.

Νομίζεις;

Ναι, βρε μαλάκα, δεν το βλέπεις;

Εμένα σαν να μου φαίνονται ίδιες.

Όχι, λέμε. Είναι πιο μεγάλη η δικιά σου.

Κοιτούσαν και μετρούσανε ο ένας του άλλου. Τις φαλάκρες. Ο Μανώλης και το είδωλό του στον καθρέφτη. Κατέληξαν ότι του Μανώλη ήταν μεγαλύτερη.

Καμιά φορά δεν την πιάνω, είπε του ειδώλου του στον καθρέφτη ο Μανώλης.

Δεν θα το ‘λεγα. Συνεχώς με την ψωλή στο χέρι είσαι, Μανώλη.

Την ειρωνεία, ρε φίλε, την ειρωνεία εννοώ. Γεμίσαμε σαρκασμούς και ειρωνεία, υπονοούμενα και τρολιές. Ολοι λένε το αντίθετο απ’ αυτό που εννοούν.

Και σε χαλάει αυτό, βρε χάπατο;

Ε, ναι ρε συ. Κουράστηκα να κολυμπάω στα θολά νερά της αβεβαιότητας. Μου λείπει η κυριολεξία, κάποιος να λέει αυτό που εννοεί και να εννοεί αυτό που λέει. Θέλω μια άποψη στέρεα, ξεκάθαρη, να πατήσω γερά πάνω της…

… και να τη λιώσεις; Πάχυνες τώρα τελευταία, Μανώλη.

Βρε σάλτα και γαμήσου, τι κάθομαι και σου μιλάω;

Μανώλη, για πες μου, τι έκανες τόσο καιρό; Γιατί έχεις τόσο καιρό να γράψεις;

Δεν ξέρω.

Να σου πω εγώ;

Ξέρεις;

Όλα τα ξέρω.

Για λέγε.

Αναρωτιόσουν αν η ευτυχία καμιά φορά φέρνει και λίγη αλαζονεία.

Εγώ;

Ναι ντε. Και μετά, σήκωσες αδιάφορα τους ώμους και είπες «ας είν’ καλά η μιζέρια μου, από την αλαζονεία τουλάχιστον γλίτωσα».

Σοβαρά;

Ετσι όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Εδώ στεκόμουν εγώ, κι εσύ ακριβώς απέναντί μου, όπως τώρα καλή ώρα.

Και μετά;

Μετά χτενίστηκες και είπες «βρε δεν πα’ να καίγεται το σύμπαν, εγώ θα βγω και θα μεθύσω». Και σου είπα τι χτενίζεις βρε παλιοκαράφλα, που δεν σου ‘χει μείνει τρίχα, και μου είπες να κοιτάω τα χάλια μου και τις βγάλαμε και τις μετρήσαμε και αποφασίσαμε ότι την έχεις πιο μεγάλη. Τη φαλάκρα.