Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Αν βλέπεις τοίχο, διάβαινε

Η πρώτη φορά είχε πονέσει, ήταν πραγματικά οδυνηρή. Και του είχε έρθει ξαφνικά, σαν είδε τον τοίχο, στάθηκε διστακτικά μπροστά του, τον κοίταξε κάμποση ώρα, έκανε κάποια βήματα πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα, πήρε και φόρα, κι έπεσε με τα μούτρα πάνω του.
Εκτοτε, ο Μανώλης αγάπησε με πάθος τους τοίχους. Ερωτευόταν κάθε τοίχο που τύχαινε στο διάβα του. Και δεν προσπαθούσε να τους αποφύγει, να τους ξεπεράσει, όχι: ήθελε να γίνει ένα με τον τοίχο, να ενωθούν σάρκα, κόκκαλα, τσιμέντο, μπογιά και τούβλο, ο πόθος του να συναντά την άρνηση και την απόρριψη, όσο πιο ψηλός και πιο επιβλητικός ο τοίχος, τόση μεγαλύτερη η φόρα με την οποία έπεφτε πάνω του. Φυσικά, έσπαζε τα μούτρα του κάθε φορά. Και κάθε φορά, μετά την πρόσκρουση, συναίσθημα το οποίο λάτρευε, ο Μανώλης μετρούσε τις πληγές του με το είδωλό του στον καθρέφτη.
Σταδιακά, υπήρξαν και πιο ελαφριές περιπτώσεις, "τοιχαία" φλερτ, όπου αντί να πέσει με τα μούτρα ο Μανωλης απλώς κλωτούσε ή χτυπούσε με τις γροθές του τον τοίχο. Σπασμένα χέρια, πόδια, δάχτυλα. Μικρά ερωτικά τρόπαια, αναμνήσεις της ντόλτσε βίτα, ενός κατά φαντασίαν τοιχονόβα.
Μια μέρα επιθεωρώντας τις πληγές του με το είδωλό του στον καθρέφτη, αποφάσισε πως θέλει να βλέπει τον εαυτό του τη στιγμή της πρόσκρουσης, όπως άλλοι θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους τη στιγμή που κάνουν σεξ. Αρχισε να παίρνει φόρα και να πέφτει πάνω στους καθρέφτες, σε καταστήματα ρούχων, σε μπαρ, σε βιτρίνες, ακόμη και στα γυαλιά-καθρέφτη που φορούσε μια γκόμενα στην Ικτίνου τις προάλλες, ακόμη και μες στα ασανσέρ. Απολάμβανε να βλέπει τον εαυτό του να γίνεται χίλια κομμάτια όσα και τα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη.
Ο ψυχίατρός του τού επέστησε την προσοχή και του αύξησε τη δοσολογία στα χάπια. Η ατζέντισσά του η Τζοάνα ανησυχούσε για την υγεία του και τα βράδια έπινε ακόμη περισσότερο από ό,τι συνήθως και τον αγαπούσε ακόμη πιο κρυφά ακόμη πιο πολύ. Μόνο ο φαρμακοποιός τον ζήλευε λίγο γιατί πάνω στον γύψο από τα σπασμένα του μέλη ο Μανώλης έγραφε στιχάκια, συνθήματα, σχεδίαζε, μουτζούρωνε, κάτι που στον φαρμακοποιό οι καταπιεστικοί γονείς του ουδέποτε επέτρεψαν.
Μια μέρα, που ήταν κάπως καλύτερα και τα φάρμακα είχαν αρχίσει να κάνουν τη δουλειά τους, ο Μανώλης, παίζοντας συγκρουόμενα σε μια ψησταριά με κάτι σκουλίκια νεοφιλελέδες, έμαθε για το elevator pitch, την τέχνη της πειθούς και των πωλήσεων σε χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην παραμονή εντός ενός ασανσέρ.
Αποφάσισε ότι αυτό θα μπορούσε να τον σώσει.
Αρχισε να παραμονεύει έξω από τ’ ασανσέρ, και μόλις έμπαινε κόσμος, προσπαθούσε να τους πουλήσει τον εαυτό του, ν’ εξαγοράσει τη φιλία τους. Είμαι καλός, έξυπνος και μορφωμένος, δεν χαλάω χατίρια, γελάω όταν πρέπει, μιλάω όσο πρέπει, ακούω όσο πρέπει και κάνω τις σωστές ερωτήσεις μόνο όταν πρέπει, τυχαίνει να είμαι πολύ μόνος, δεν είμαι και πολύ καλά ψυχολογικά, αλλά το παλεύω, θέλεις να με βοηθήσεις, θέλεις να γίνουμε φίλοι; Τα έλεγε σαν πολυβόλο σε γραβατωμένους, σε χίπστερ, σε γκόμενες, μεσήλικες, νέους, γριές, σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Κάποιοι τον κοιτούσαν σαν τρελό (πράγμα που ήταν άλλωστε), άλλοι τον βρίζαν, άλλοι τον περιγελούσαν, κάποιοι τρομάξαν, άλλοι τον απείλησαν ότι θα φωνάξουν την αστυνομία, μέχρι που κάποιος όντως τη φώναξε, και σκάσανε δυο μπάτσοι και βρήκαν τον Μανώλη μες στο ασανσέρ να λέει το ποίημα του στον καθρέφτη, είμαι καλός, είμαι χρυσός, είμαι αστείος, θέλεις είδωλό μου να γίνουμε φίλοι - κι αυτό, παρότι συχνά του μιλούσε, παρέμεινε βουβό, είχε δει τους μπάτσους πίσω απ’ τον Μανώλη και πήρε μια τρομάρα, θυμήθηκε τα παλιά ο Μανώλης, πήρε φόρα και έσκσε με τα μούτρα πάνω στον καθρέφτη, τον πήρανε τα αίματα, μπήκαν μες στο ασανσέρ οι μπάτσοι, πρόλαβε να πατήσει το μπουτόν για την ταράτσα ο Μανώλης κι άρχισε να τους λέει είμαι καλός, είμαι αστείος, έξυπνος πολύ, είμαι μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί, χεστήκαν απάνω τους οι μπάτσοι και πυροβολήσαν τον Μανώλη, τον γάζωσαν με σφαίρες και συνεχάρησαν ο ένας τον άλλον για την καλή τους δουλειά και κάνανε και high five και λίγο όινκ και απέμεινε μόνο το είδωλο του Μανώλη σε χιλιάδες κομμάτια σπασμένου καθρέφτη να κοιτά σαν χαζό τη φριχτή δολοφονία.
Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες γράψανε πως αυτοκτόνησε σε ασανσέρ ο Μανώλης, επαγγελματίας τυχοδιώκτης, που ήταν μεγάλο ψέμα, ο Μανώλης, αν ήταν κάτι, ήταν ερασιτέχνης τοιχοδιώκτης, ούτε καν αυτό, δηλαδή, τοιχολάγνος ήταν, αλλά το έκρυβε καλά, μόνον οι πληγές του τον προδίδαν. 
(Μη στεναχωριέσαι όμως, δεν πέθανε πραγματικά, στα ψέματα μόνο. Θα έχει και επόμενο. Μάλλον).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου