Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Είδα τον Μανώλη να τρέχει

Ο φαρμακοποιός έπινε ένα ακόμη ουισκάκι υπό τ’ αποδοκιμαστικά βλέμματα της γυναίκας του και της πεθεράς του, που πίνανε λευκό κρασί η μία και καπουτσίνο με αφρόγαλα η άλλη. Το βλέμμα του γιου του δεν ήταν αποδοκιμαστικό, ήταν θολό και καρφωμένο σε κάτι θυμωμένα πουλιά στην οθόνη του κινητού του.
Ζέστη, άπνοια, πλήρης ακινησία, τραπεζάκια έξω. Αυγουστος στην πόλη. Το ποδοβολητό, ξαφνικό, μακρινό στην αρχή, γρήγορα έφτασε πολύ κοντά τους, εκκωφαντικό. Ο Μανώλης. Ετρεχε με τον τρόμο αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Δεν ήταν πρωτοφανές αυτό. Συχνά πυκνά ο Μανώλης έτρεχε να ξεφύγει από αόρατους εχθρούς. Οχι αυτή τη φορά όμως: Πίσω του, ένα λεφούσι μπάτσων. Ετρεχε-έτρεχε ο Μανώλης και από τις τσέπες και από τις χούφτες του πέφταν διαρκώς κέρματα, ασταμάτητα, θαρρείς πως δεν είχαν τελειωμό.
Τι στο διάβολο; δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση του ο φαρμακοποιός και μπρος ο Μανώλης, πίσω οι διώκτες του, εξαφανίστηκαν.
- Να το πιάσουν, να το πιάσουν το καθίκι.
- Μα γιατί, αγάπη μου; τόλμησε να φέρει αντίρρηση ο φαρμακοποιός.
- Γιατί έτρεχε. Γι’ αυτό. Κι όποιος όταν τον κυνηγάνε τρέχει, πάει να πει ότι είναι ένοχος, κάτι έχει κάνει, επενέβη η πεθερά.
- Μα μητέρα, είναι απλώς ο Μανώλης, τον ξέρετε δα. Ακακος, δεν έχει ποτέ του πειράξει κανέναν.
- Τώρα λες ανοησίες. Είναι ναρκομανής και το ξέρεις.
- Τι ναρκομανής, βρε γυναίκα; Χάπια με συνταγή γιατρού παίρνει ο άνθρωπος. Από μένα τα παίρνει. Το κρασί που πίνεις αυτός το ‘χει πληρωμένο.
Θιγμένες, μάνα και κόρη, σηκωθήκαν. Σηκώσαν και το βλαμμένο. Πάμε, παιδί μου, μια βόλτα στα μαγαζιά. Ν’ αφήσουμε τον πατέρα σου να σκεφτεί καλύτερα κάποια πράγματα και να έρθουμε μετά να δούμε αν επιμένει.
Βρε δεν πάτε στο διάολο; σκέφτηκε ο φαρμακοποιός και παρήγγειλε από την όμορφη γκαρσόνα, την Ιωάννα, (την είχε ρωτήσει μια μέρα στα κρυφά "πες μου το ονοματάκι σου; Ιωάννα; όμορφο σαν κι εσένα" της είχε πει), ένα ακόμη ουισκάκι, το τέταρτο. Μέχρι να γυρίσουν οι τύρρανοί του, θα προλάβαινε να πιει και πέμπτο.
Αναστέναξε και βούλιαξε στην καρέκλα του.
Μα τι κορμί αυτή η Ιωάννα!  
Ξάφνου ένα άλλο κορμί, ανατσούμπαλο και ιδρωμένο, σωριάστηκε στην καρέκλα δίπλα του. Ο Μανώλης.
Τι έγινε, ρε μπαγάσα Μανώλη; Τούς ξέφυγες;
Ο Μανώλης ήπιε με δυο - τρεις γρήγορες γουλιές το ποτό του φαρμακοποιού.
- Πες της όμορφης να μου φέρει ένα ακόμα. Πάρε κι ένα για πάρτη σου. Ούτως ή άλλως δεν έχω λεφτά, εσύ θα το πληρώσεις, μου πέσαν όλα από την τσέπη όπως με κυνηγούσαν οι μπάτσοι.
- Γιατί βρε Μανώλη; Τι τους έκανες; Μη μου πεις ότι έκλεψες κανέναν;
- Θα στα πω. Στάσου, πρέπει να στα πω όπως πρέπει.
Κι έβγαλε από την τσέπη του ένα καθρεφτάκι τόσο δα μικρό, ψιλοραγισμένο, το απίθωσε δίπλα στο ποτήρι του και πήρε να μιλάει ως συνήθως με το είδωλό του.
- Ηταν μια γαβάθα, πολύ μεγάλη, αβαθής, όσο βαθιά κι αν έβαζες το χέρι σου δεν έβρισκες τον πάτο. Γιομάτη κέρματα πολλά, αμέτρητητα, ατέλειωτα. Καθόμουν και την κοίταζα και όλοι όσοι περνούσαν, χώναν το χέρι μέσα στη γαβάθα και παίρνανε κέρματα με τις χούφτες, γιομίζανε τις τσέπες τους, ξανά και ξανά και ξανά. Εγώ, με ξέρεις, δίσταζα, αλλά είπα να το τολμήσω. Γεμισα τις τσέπες μου, και τη στιγμή που γέμιζα και τις χούφτες μου, με πήραν στο κυνήγι οι μπάτσοι, που τόση ώρα παραδίπλα στην κλούβα τους στέκονταν και επιτηρούσαν την ταξη, τρώγανε σουβλάκια και μιλούσαν με την γκόμενα στο κινητό. Με πιάνεις ρε συ; Μόνον εμένα από όλη την κωλοκοινωνία πήραν στον κυνήγι οι κωλόμπατσοι. Ολοι βάλαν το χέρι τους μες στη γαβάθα, όλοι πήραν κέρματα με το σωρό, πάλι ο Μανώλης να την πληρώσει; Ε, τα υπόλοιπα τα είδες.
- Και πώς τούς ξέφυγες, ρε Μανώλη;
- Ε μετά ξύπνησα, ρε μαλάκα, ξύπνησα! Να τους αφήσω να με πιάσουνε στον ύπνο;
Ο φαρμακοποιός μπερδεύτηκε.
- Εφιάλτη έβλεπες, ρε Μανώλη;
- Ναι, ρε φίλε, εφιάλτη. Αλλά εγώ ξύπνησα, σε λέω. Απ’ ό,τι βλέπω όμως -κι ο Μανώλης έγνεψε προς τη γυναίκα, την πεθερά και τον γιο του φαρμακοποιού, που πλησίαζαν- ο δικός σου συνεχίζεται.
(Διακριτικά χασμουρήθηκε η μπαλαρίνα: κάπου τα έχω ξανακούσει όλα αυτά, τίποτε καινούργιο δεν έχεις να μας πεις;)
Στο επόμενο ίσως.

2 σχόλια:

  1. Καμιά φορά νομίζω κάθε ιστορία του Μανώλη ξεκινά από κάποιο τραγουδάκι. Για σήμερα: i was looking back to see if you were looking back at me to see me looking back at you.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μακάρι να ήταν έτσι, να ξεκινούσε από τραγουδάκι, δηλαδή. Ιδίως από τραγουδάρες σαν κι αυτή που αναφέρεις (Μάσιβ Ατάκ, σωστά;). Αλλά συνήθως είναι εφιάλτες, είτε από τον ύπνο μου είτε από την πραγματική ζωή :(

      Διαγραφή