Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Μια ιστορία σε γύψο

Ο Μανώλης έδωσε το χειρόγραφο στην Τζοάνα.
Καιρός ήταν, είπε αυτή. Για να δούμε τι μαλακίες έγραψες πάλι.
Και ξεκίνησε να διαβάζει μιαν ιστορία σε γύψο:

Οταν ήταν μικρο παιδί, ο φοβισμένος φαρμακοποιός, που τον καταπιέζουν η γυναίκα του, η πεθερά του, ο γιος του, οι πελάτες του, ο κόσμος όλος και που όλο και όλο δυο φορές επαναστάτησε στη ζωή του, μία όταν ξενοκοιμήθηκε με την Τζοάνα, την κωλοπετσωμένη ατζέντισσα του Μανώλη του ψυχάκια, και μία όταν έδωσε, κατόπιν συμβουλής του κοινού ψυχιάτρου όλων τους, στον ψυχοπαθή δολοφόνο Αργυρίου, αντί για φονικό δηλητήριο, ακίνδυνο πλασίμπο για να μπολιάσει με αυτό όλη την εγχώρια ροδακινοπαραγωγή, ως μέρος του σχεδίου του για εξόντωση του παγκόσμιου πληθυσμού, το ξέρω πως είναι υπερβολικά μακριά και ασύνταχτη η πρόταση, Τζοάνα μου, που τώρα διαβάζεις το χειρόγραφο πίνοντας το νιοστό ποτό της ημερας, καθιστή στη γωνιά του αγαπημένου σου μπαρ, τόσο όμορφη όσο την πρώτη μέρα που σε γνώρισα, τότε που ακόμη δεν είχα χάσει τα λογικά μου, τότε λοιπόν που ήταν μικρός αυτός ο μαλάκας ο χοντρός και φοβισμένος μονίμως ιδρωμένος, κρυφός λάτρης των Σωλήνων των Λοστ Μπόντιζ φαρμακοτρίφτης, όχι παραπάνω από 12 χρονών, δεν κατάλαβε ποτέ πώς και γιατί, αλλά του βάλανε οι γιατροί το πόδι όλο στο γύψο, από πολύ ψηλά, σχεδόν στο κωλομέρι μέχρι και την πατούσα, αφήνοντας γυμνά μόνον τα δάχτυλα του ποδιού με τα από τότε άκοπα χοντρά σαν τα ξυράφια νύχια που σήμερα σκίζουν με τη μία κάθε καινούργια κάλτσα.
Κι οι αυστηροί γονείς του φαρμακοποιού, φαρμακοποιοί και αυτοί, οι πρώτοι και καλύτεροι καταπιεστές του, δεν τον αφήσαν να γράψει τίποτε πάνω στον γύψο, μην τυχόν και δούμε μουτζούρες, τον φοβέριξαν κουνώντας το δάχτυλο, κι αυτός δεν άφηνε τ’ άλλα παιδάκια στο σχολείο να του γράψουν με μπλε, κόκκινο και μάυρο στυλό “περαστικά” και “Smile” και καρδούλες και πάοκ, άρης, ήρακλης, και ντρεπόταν που δεν τους άφηνε, είχε μια ευκαιρία κι αυτός να νιώσει δημοφιλής, να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, και την πέταξε στα σκουπίδια και τον παρεξηγήσαν όλοι, φυσικά, μα τι πράγματα είναι αυτά, ποιος άνθρωπος δεν θέλει να του γράψουν ευχές στο γύψο; Δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει τότε ο νυν φαρμακοποιός, αλλά ήταν εκείνος ο πεντακάθαρος γύψος, ετσι παραδόθηκε στους γιατρούς που με τον τροχό τον κάνανε κομμάτια, πρωτοφανές φαινόμενο στα χρονικά, μια ακόμη, απ’ τις πολλές που προηγήθηκαν και έμελλε ν’ ακολουθήσουν συναισθηματική φίμωσή του.

Και χρόνια μετά βρέθηκε ο φαρμακοποιός, πάλι χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί, σε έναν άλλον γύψο, άυλο αυτή τη φορά, στον οποίο είχε μπει η ζωή του όλη, σε μια διαρκή φίμωση κάθε μορφής συναισθημάτων και επιθυμιών από -μην τα ξαναλέμε- τη γυναίκα του, την πεθερά του, τον γιό του, τους πελάτες του στο φαρμακείο. Κι έψαχνε ένα γύψο, για να γράψει πάνω του όλες του τις πιο κρυφές επιθυμίες, τα πιο άγρια γαμήσια, τα πιο πρόστυχα, σαν και αυτά που έβλεπε κρυφά στον υπολογιστή του φαρμακείου και σαν και αυτά που νόμιζε ότι θα του έκανε η Τζοάνα, αλλά ποιον να πρωτοπρολάβει να σώσει κι αυτή η καψερή σε αυτήν την πόλη που είχαν καψώσει τα τσιμέντα; Μόνη του παρηγοριά, μια φανταστική (της φαντασίας του) μπαλαρίνα, που συχνά περνούσε απ’ το μυαλό του, που κι αυτή ταλαιπωριότανε από το γύψο στις πουεντ της, αλλά επέμενε να χορεύει, πότε με Ailes de pigeon πότε με Ballotté πότε με Couru και πότε με Dèboulès. Μια μέρα, μόνος στο φαρμακείο, αποπειράθηκε να την ακολουθήσει, να χορέψει μαζί της: έπεσε στρογγυλός σαν μπάλα, βαρύς σαν ιστορία, πάνω στα ράφια, έσπασε και τα δυο τα χέρια του, του τα βάλανε σε γύψο κι ήταν η μοναξιά του τόση που πάλι κανείς δεν βρέθηκε κάτι να του γράψει, ούτε η γυναίκα του, η πεθερά του ή ο αχαϊρευτός ο γιος του, μα ούτε κι ο ίδιος μπόρεσε με δυο σπασμένα άκρα ένα στυλό να πιάσει και να γράψει αυτό που τόσο ήθελε: “Με σιχαίνονται οι μέρες με σιχαίνονται, με κοιτάνε σαν να βλέπουν κάποιο τέρας, κι όλες τρέχουνε Θεέ μου, κι όλες τρέχουνε, όλες τρέχουνε να κρυφτούνε από μένα”.
Η Τζοάνα τέλειωσε την ανάγνωση, κοίταξε στα μάτια τον Μανώλη. “Είναι για τα μπάζα. Αηδίες. Σιγά μην πηδιέμαι εγώ με τον πρωτο τυχόντα φαρμακοτρίφτη. Να το πετάξεις. Αλλά όχι όλο. Εχει κάποιες καλές ιδέες. Κράτα τον γύψο, κράτα κι αυτούς τους στίχους στο τέλος, κράτα και την μπαλαρίνα”.
Ο Μανώλης σηκώθηκε να φύγει. “Οι στίχοι, μανάρι μου, είναι του Αγγελάκα. Κι όσο για την μπαλαρίνα, κανείς δεν μπορεί να κρατήσει καμιά μπαλαρίνα”.

3 σχόλια:

  1. Ο φαρμακοποιός κάποτε είδε στο όνειρό του ότι τον λέγαν Spiller και την γυάλινης ομορφιάς μπαλαρίνα του Sophie και την έψαχνε στην Μπανγκόκ και στ' αυτιά του έπαιζε ένα tune χαρούμενο και αισιόδοξο. Αλλά καθώς τα χείλη του ήταν πρησμένα από τα πολλά αναλγητικά την επόμενη νύχτα ψιθύρισε στον ονειροθυρωρό Σσσίλερ κι έτσι αντί για την Sophie κατέληξε αβοήθητος σε μια βλαχοηλεκτρονική τευτονική λούπα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ti σπουδαιο βιβλίο το Σίλερ του Φρις ε;

      (πρέπει να βάλω και ειδικό κουμπάκι "λάικ" για τα γαμάτα σχόλια)

      Διαγραφή
    2. Για να 'μαι ειλικρινης εννοουσα τον sciller του dream of you :-)

      Διαγραφή