Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

14. Εξελίξεις

Επλυνε τα πιάτα προσεχτικά, τις κούπες προσεχτικότερα, τα μαχαιροπίρουνα με μανία. Τελευταία συνήθιζε να τα πλένει επιπόλαια και βιαστικά αφήνοντας λεκέδες και ξεραμένα υπολείμματα φαγητού. Δεν τον πείραζε τον ίδιον, αλλά το είδωλό του στον καθρέφτη τον είχε μαλώσει άγρια, τον είχε βάλει να τα γλείψει για να τα καθαρίσει. Αυτή τη φορά ήταν σχολαστικός. Ετριψε και τον νεροχύτη με το ειδικό σφουγγαράκι, έριξε και υγρό απολυμαντικό με άρωμα φρεσκάδας ωκεανού. Προχτές είχε δει εκεί αμέριμνο τον Γρηγόρη τον Σάμσα, μια κατσαρίδα μαύρη, εμφανώς αλλοδαπή, γιατί συνήθως στο σπίτι του είχε μόνο ξανθές. Τον ψέκασε. Αλλωστε όλους μας ψεκάζουν. Δεν τον ξαναείδε από τότε τον Γρηγόρη. Ρατσιστικό εγκλημα, Μανωλακη; τον είχε πειράξει το είδωλό του στον καθρέφτη, λίγο αργότερα.
Δεν τον άφηνε σε ησυχία.
Έκατσε στον υπολογιστή. Ανοιξε τον επεξεργαστή κειμένων.
Την ίδια στιγμή, η Τζοάνα έσβησε το τσιγάρο, τέλειωσε το ποτό της, έστειλε ένα μακρινό φιλί στον μπάρμαν και βγήκε από το μπαρ τρεκλίζοντας, πάντα αξιοπρεπής όμως. Τζίφος και σήμερα. Ούτε ένα αγόρι. Δεν βαριέσαι. Τι να τα κάνει τα αγόρια η Τζοάνα; Απ' αυτά στη ζωή της είχε πολλά. Τώρα ήθελε μόνο ένα, τον Μανώλη, αλλά και να το καταλάβαινε αυτός, θα της ήταν άχρηστος ο παλαβιάρης. Ο τρελός με τον καθρέφτη. Με τις δημόσιες εξαλλοσύνες, με τις φάρσες του. Τις προάλλες τον είχαν πετάξει πάλι έξω από μια τράπεζα. Τι σκατά έκανε στις τράπεζες αφού δεν είχε δεκάρα τσακιστή;
Πίσω της το μπαρ κατέβασε ρολά. Οπως κάθε βράδυ, αφού έφευγε, τελευταία πελάτισσα, η Τζοάνα.
Στο ίδιο μπαρ είχε γνωρίσει πριν από χρόνια τον Μανώλη. Διαφορετικός τότε. Λογικός. Τρομερά γοητευτικός. Και... παντρεμένος. Αυτή όχι. Πολύ διαφορετικη όμως σε σχέση με σήμερα. Το πρόσωπό της δεν είχε ακόμη σπάσει, κι η φωνή της δεν είχε βραχνιάσει. Δεν έπινε. Μόλις είχε αρχίσει να καπνίζει. Ηταν  μια ντεμπιτάντ, με τρομερή αυτοπεποίθηση, ένα καλό, δυναμικό κορίτσι της καλής κοινωνίας. Από καλή οικογένεια. Με προοπτικές. Με διασυνδέσεις.
Τα πρώτα τους γαμήσια, παταγώδεις αποτυχίες, γεμάτα ενοχές και άβολες σιωπές. Επέμεναν να ξαναβρίσκονται, ξανά και ξανά, να γαμιούνται με κάθε δυνατό τρόπο. Τίποτε. Καμία βελτίωση. Ωστόσο καίγονταν ο ένας για τον άλλον. Τότε. Και σύντομα κατέστρεψαν ο ένας τον άλλον. Ο Μανώλης χώρισε, έχασε τα μυαλά του, εξαφανίστηκε. Η Τζοάνα το έριξε στο ποτό, τη διώξανε απ' το σπίτι, την αποκλήρωσαν οι γονείς της. Πάλι καλά που της άφησε η νονά της εκείνη την πολυκατοικία. Τριγυρνούσε ολημερίς στα μπαρ. Επινε, την έπεφτε ή της την πέφταν. Ήταν όλοι σχεδόν (και όλες τους) πολύ καλύτεροι στο κρεβάτι από το Μανώλη. Κανέναν τους όμως δεν θέλησε όσο τον Μανώλη. Μια μέρα, ντυμένη στα μαύρα, με τεράστια μαύρα γυαλιά ηλίου, στην παρουσίαση του νέου βιβλίου ενός πολυγαμίκουλα, ριζοσπάστη συγγραφέα, έκανε υπομονή περιμένοντας να της την πέσει ή -στην χειρότερη- να του την πέσει αυτή, ώσπου ξαφνικά κάποιος διέλυσε την εκδήλωση καίγοντας τελετουργικά ενώπιον Θεού, κοινού και συγγραφέα τα βιβλία του φωνάζοντας "όλη η τέχνη είναι για τα σκουπίδια".
Ηρθε η πυροσβεστική, η αστυνομία, έγινε χαμός, η Τζοάνα ρίχτηκε να σώσει τον Μανώλη. "Μη, σας παρακαλώ, είναι μαζί μου, είναι άρρωστος, αφήστε τον, είμαι η κόρη του Τάδε". Είπαμε, από καλή οικογένεια η Τζοάνα. Με διασυνδέσεις.
Λίγο αργότερα, εξω από το χώρο της βιβλιοπαρουσίασης, ο Μανώλης κοιτούσε σαν χαμένος για ώρα την Τζοάνα, χωρίς να την αναγνωρίζει, προς μεγάλη της απογοήτευση. Μόνο όταν έστρεψε έναν καθρέφτη που έβγαλε από την τσάντα του προς το μέρος της και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη, το πρόσωπό του έλαμψε. Όρμηξε και φίλησε την εικόνα της που αντικατοπτριζόταν στον καθρέφτη. Στα χείλη. Και με γλώσσα. Στον καθρέφτη.
Αμάν, την πουτσίσαμε, σκέφτηκε η Τζοάνα.
Λίγο αργότερα, στο ίδιο μπαρ που είχαν πρωτογνωριστεί, ο Μανώλης, κοιτώντας επίμονα στον καθρέφτη πίσω από την μπαρα το είδωλό του, που τού έπαιζε κρυφτούλι ανάμεσα στα μπουκάλια, της είπε ότι γράφει βιβλία και σενάρια για τον κινηματογράφο. Έκανε και τον ηθοποιό. Στο ανεξάρτητο κύκλωμα φυσικά. Οχι, αποκλείεται να είχε δει κάποια από τις ταινίες του. Αυτές παίχτηκαν μόνο στο εξωτερικό, στα underground φεστιβάλ. Της είπε επίσης ότι λυπόταν. Δεν της εξήγησε για ποιο πράγμα.
Η Τζοάνα του είπε κι αυτή ότι λυπόταν και βρήκε την ευκαιρία να αυτοπαρουσιαστεί στον Μανώλη ως ατζέντισσα στον χώρο του θεάματος. Ψέματα, φυσικά. Του πρότεινε να τον εκπροσωπήσει. Αφιλοκερδώς. Για χάρη του παλιού καλού καιρού. Ένιωθε ότι κάτι του χρωστούσε. "Αυτό είναι το γραφείο μου", του είπε, "εδώ θα έρχεσαι να με βρίσκεις. Εδώ τους ξέρω όλους, δημοσιογράφους με διαψευσθείσες λογοτεχνικές φιλοδοξίες, διεφθαρμένους πολιτικούς, κοκάκηδες τραγουδιστές δευτέρας διαλογής, ηθοποιούς σε καλλιτεχνικό πορνό, αρχιτέκτονες με καταπιεσμένα καλλιτενικά ένστικτα, όλοι εδώ συχνάζουν κι οι περισσότεροι έχουν περάσει από τα χέρια μου". Η αλήθεια ήταν ότι οι περισσότεροι είχαν περάσει απ' το κρεβάτι της, αλλά ο Μανώλης πείστηκε. Δέχτηκε. 
Θα κάνω τα πάντα, Τζοάνα, της είπε. Τα πάντα, εκτός από τσόντες. Εγώ πορνό ούτε γράφω ούτε και παίζω.
Η Τζοάνα αργότερα κατάλαβε ότι ο λόγος αυτής της κατηγορηματικής άρνησης του Μανώλη ήταν τα χάπια: δεν του σηκωνόταν πια. Κρίμα ρε Μανώλη.
Από τότε έχουν περάσει αρκετά χρόνια, χωρίς ποτέ ο ένας για τον άλλο να κάνει τίποτε, ούτε ο Μανώλης έγραψε ποτέ του κάτι, ούτε η Τζοάνα του βρήκε καμιά δουλειά, πλην αυτής της εμφάνισης στο ντοκιμαντέρ, για τα προβλήματα ψυχικής υγείας στην εποχή της κρίσης. Εψαχνε να βρει και τον φίλο του Μανώλη, τον Αργυρίου, ταμία στον ασφαλιστικό φορέα, να συμμετάσχει κι αυτός, ιδανική κλινική περίπτωση ψυχάκια, αλλα είχε φύγει στο χωριό του, ζούσε απομονωμένος, τάχα ότι καλλιεργούσε ροδάκινα, ενώ το μόνο που έκανε ήταν να τριγυρνά στα χωράφια του ντόπιων με μια σύριγγα στο χέρι κάνοντας ενέσεις ενός μυστηριώδους υγρού στα δέντρα και στους καρπούς.
Ο Μανώλης θυμήθηκε ότι έπρεπε να βάλει και σκούπα. Να σφουγγαρίσει ίσως. Κοίταξε αυτά που μόλις είχε γράψει.
Καλό δεν είναι; ρώτησε το είδωλό του στον καθρέφτη που τον είχε στημένο δίπλα στην οθόνη του υπολογιστή.
Μαλακία είναι, Μανώλη, δεν το βλέπεις κι εσύ; Σαχλό κι ακατανόητο. Σιγά μη δεχτεί η Τζοάνα να σου εκδώσει αυτές τις βλακείες. Μήπως να το γυρίσεις στην τσόντα, Μανωλάκη;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου