Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

6. Μια ιστορία που έγραψε ο Μανώλης

Ο Μήτσος φταίει για όλα που ΄χε τη φαεινή ιδέα να την κεράσει μια μπίρα στην καντίνα. Γυάλισε το μάτι του με το που την είδε να μπαίνει μέσα. Γυναικάρα με τα όλα της. Πουτανάρα με τα όλα της επίσης. Επαγγελματίας. Αλλά μες στην καντίνα της Γιαννιτσών, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, μέσα στην τσίκνα και στη βρόμα από τον ανδρικό ιδρώτα και τους ατσούμπαλους χαραμοφάηδες, έμοιαζε πριγκιπέσσα. Ή μάγισσα. 
Ρε Μήτσο, τι κάνεις; πήγε να προλάβει το κακό ο Τάκης. Είναι πουτάνα, δεν το βλέπεις; Κράτα τα λεφτά σου, κέρνα σε μένα μια μπίρα. 
Ο Μήτσος δεν άκουσε. Κι εκείνη έκανε πως δεν άκουσε. Ήπιε την μπίρα με το καλαμάκι. Εφαγε κι ένα λουκάνικο, χωριάτικο, με κρεμμύδι και με απ' όλα. Ρεύτηκε διακριτικά.
Ο Μήτσος καρφωμένος να την κοιτά, ο Τάκης να τον τραβά απ' το μανίκι, ξεκόλλα μαλάκα, θα σου φάει τα λεφτά, αυτή να τους χαμογελά, βγάζει τσιγάρο, ζητάει φωτιά, σκίζεται ο Μήτσος να την ανάψει. ΄Στω αγοράκι, φωνή βραχνή, με γρέζι. Τι έχει ο φίλος σου και κάνει έτσι; Δεν με γουστάρει; Μη φοβάσαι βρε δεν δαγκώνω. Πουτάνα είμαι, όχι καμιά μάγισσα. 
Μάγισσα, ναι... Μάγισσα, με τα χίλια ζόρια βγήκαν οι λέξεις από το στόμα του Μήτσου. Του τρέχανε τα σάλια. Ο Τάκης, θυμωμένος, τούς γύρισε την πλάτη. 
Σου βρίσκεται ένα εικοσάρι, αγόραρε; 
Ο Μήτσος έβγαλε ένα, τελευταίο, που 'χε κρυμμένο στη ζελατίνα από το μάλμπορο μαλακο, και της το ΄δειξε.
Κάθε βράδυ έρχομαι, μετά τη δουλειά, και δεν μ' έχουν κεράσει ποτέ μπίρα, ούτε και νερό. Το δώρο θέλει αντίδωρο, έτσι δεν λένε; Θα σου κάνω σκόντο. Δώσε το εικοσάρι, ένα τσιμπουκάκι για σένα κι ένα δωρεάν εκεί για τον φίλο σου, που μας κάνει το δύσκολο. Ελάτε, πάμε εδώ πιο πίσω.
Ηταν καλή στη δουλειά της. Τους έπαιρνε στο στόμα εναλλαξ. Τα βογγητά τους σύντομα μπερδεύτηκαν. Μπερδεύτηκαν και τα πουλιά τους. Τους έδωσε λίγο χρόνο, δεν τούς ξεπέταξε με τη μία, δεν τους ξεζούμισε μια και όξω. Τούς άφησε να το απολαύσουν. Τα κατάπιε, μία από τον έναν, μία από τον άλλον. Σκουπίστηκε, όσο αυτοί αμήχανοι σηκώναν τα σώβρακά τους, κουμπώνονταν όπως-όπως. Το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει. Δεν πιστεύω να είναι κάποιος από σας άρρωστος; Κανείς; 
Σηκώθηκε.Τους κοίταξε στα μάτια. 
Ενας από σας έχει το θάνατο μέσα του. Τον γεύτηκα μόλις τώρα. Δεν ξέρω ποιος. Ενας από τους δυο σας θα πεθάνει. Μπορεί και σήμερα κιόλας.
Τους γύρισε την πλάτη, κουφή στις ερωτήσεις τους, ανεβηκε στο παπί και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. 
Σε λίγο θα ξημέρωνε. 
Ο ένας απ' τους δυο μας θα πεθάνει, σήμερα κιόλας. Τελευταία μου μέρα, Τάκη, άκουσες; 
Χαρούμενος, σχεδόν, ο Μήτσος.
Αντε και γαμήσου, Μήτσο. Και σου είπα, μην την κερνάς την πουτάνα. Μας γάμησε τη μέρα. 
Την επόμενη μέρα κηδέψανε τον Τάκη. Οχι τον Μήτσο.
Τον Μήτσο οι μπάτσοι τον βρήκανε να κάθεται δίπλα στο πτώμα του Τάκη. Το ματωμένο μαχαίρι, λίγο πιο δίπλα, γεμάτο με τα αποτυπώματά του. Ο Μήτσος δεν αποδέχθηκε την ενοχή του, ούτε και δήλωσε αθώος. Γενικά, ο Μήτσος δεν ξαναμίλησε. Δεν είπε τίποτε. Ποτέ και σε κανέναν. Μόνον κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, πού και πού, μονολογούσε στα χαμένα: "μάγισσα, μάγισσα, είσαι μια μάγισσα". Τα ίδια και στους γιατρούς. Τον κλείσανε στο ψυχιατρείο, στα βαριά περιστατικά, επικίνδυνος, είπανε, για τον εαυτό του και τους άλλους. Τα βράδια ο Μήτσος δραπετεύει με το νου του από την κλινική, και πηγαίνει στην καντίνα, στην οδό Γιαννιτσών, ψάχνοντας μια μάγισσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου