Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

2

Οι τοίχοι, γυμνοί, κάποτε λευκοί. Κανένα στολίδι. Κανένα διακοσμητικό. Μόνο λιωμένα έντομα και πιτσιλιές, καφετιές και κόκκινες. Καφές και... αίμα; Ωχρό, υποκίτρινο λευκό από τον καπνό των τσιγάρων. Ενας ιστός αράχνης. Ενα ετοιμόρροπο γραφείο. Yπολογιστής. Χαρτιά, πολλά χαρτιά. Σκόρπιες, κακογραμμένες σημειώσεις. Ονόματα, τηλέφωνα, πρόστυχα δύστυχα δίστιχα, προκηρύξεις αριστερών σχημάτων, λευτεριά στον αναρχικό σύντροφο τάδε. Άδεια αποσμητικά σπρέι. Τσαλακωμένα περιτυλίγματα από σοκολάτες. Αδειες κούπες από καφέ. Κάποιες είχαν βγάλει μούχλα. Ευτραφές λευκό διάγραμμα από ιδρώτα ενός κώλου στην καρέκλα. Ενα κουκουνάρι φερμένο από μια μακρινή, όμορφη πόλη, απομεινάρι από μέρες καλές, παλιές, περασμένες. Πόσα χρόνια ζει ένα κουκουνάρι μακριά από το δέντρο; Πόσα χρόνια ζει ένας άνθρωπος μόνο με συναισθηματικά απομεινάρια; Μια πολαρόιντ με δύο μεσήλικες, έναν άνδρα και μια γυναίκα, σε μια μικρή, σκοτεινή κουζίνα. Η γυναίκα έχει βγάλει τα γυαλιά της, διαβάζει εφημερίδα. Ο άνδρας αγουροξυπνημένος ή κουρασμένος, δύσκολο να καταλάβεις. Ενα ηχείο με διαφυγόντα μπάσα. Μια κασέτα που γράφει waltzing in the rain. Σκόνη και ιδρώτας, στρώματα λασπωμένης γλίτσας στο γραφείο. Σκόρπια κέρματα, ένα, δύο και πέντε σεντς. Ενα μπλοκάκι αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, χρόνια αχρησιμοποίητο, αλλού μαυρο, αλλού κίτρινο. Ενα πικάπ με μια βελόνα που δεν του σηκώνεται πια. Με το στροφόμετρο μπερδεμένο, αναποφάσιστο ανάμεσα στις 33 και τις 45 στροφές. Κι ο Μανώλης, μπερδεμένος, ανάμεσα στα 33 και στα 45 του χρόνια. Εμφανισιακά πιο κοντά στα πρώτα, συναισθηματικά στα δεύτερα.
- Για τον εαυτό σου γράφεις πάλι, Μανώλη;
Το είδωλό του το είχε σκάσει από τον καθρέφτη, είχε δραπετεύσει πάνω στην οθόνη.
- Φύγε, διάβολε. Σ' εβρισα, σε χτύπησα, σε έκανα κομμάτια, δεν με αρέσουνε τα λόγια σου, δεν σε γουστάρω, μη μου σπας άλλο τ' αρχίδια, τι δεν καταλαβαίνεις πια;
Ετρεμαν τα χείλια του και στη γωνιά τους είχε μαζευτεί το σάλιο.
- Γράψε για τους άλλους, Μανώλη. Οχι για σένα. Για την κοινωνία, για τον κόσμο, για όσους υποφέρουν. Τι σαχλαμπούχλες εσωστρεφείς είναι αυτές; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; η αρσενική Χρυσηίδα Δημ...
Κρακ! Ο καφές έκανε το δωμάτιο ακόμη πιο χάλια, ράγισε το γυαλί, έσπασε η κούπα. Αλλά τουλάχιστον το είδωλο του Μανώλη, πληγωμένο, επέστρεψε στον καθρέφτη του, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Α να χαθείς, μαλάκα, φταίω εγώ που σε νοιάζομαι.
Την επόμενη μέρα, ο Μανώλης αγόρασε καινούργια οθόνη και ζήτησε από τον απορημένο υπάλληλο ένα τείχος προστασίας για τον υπολογιστή του, όχι εσωτερικό αλλά εξωτερικό.
Δεν γινόταν να σπάει διαρκώς τον υπολογιστή ή την οθόνη του. Χρειαζόταν να έχει κάπου να γράφει. Για τον εαυτό του. Οχι για τους άλλους. Δίκιο είχε ο καργιόλης, το είδωλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου